Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [311 - 320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαστισμένος -η -ο [sastizménos] Ε3 μππ. του σαστίζω : που έχει σαστίσει· που έχει χάσει την ψυχραιμία του μπροστά σε κτ. απρόβλεπτο, περίεργο ή θαυμαστό, που αισθάνεται μεγάλη αμηχανία μπροστά σε κπ. ή που νιώθει σύγχυση και ταραχή γι΄ αυτό που πρέπει να πει, να κάνει ή να σκεφτεί: Tη βρήκα σαστισμένη.
σαστισμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταζε ~. [μππ. του σαστίζω]
- σατακρούτα η [satakrúta] & σαντακρούτα η [sandakrúta] Ο25α : παλαιά ονομασία χοντρού μεταξωτού υφάσματος για ανδρικά ρούχα.
[ιταλ. seta cruda `ακατέργαστο μετάξι΄ με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] και αποηχηροπ. [d > t] · ηχηροπ. [t > d] ]
- σατανάς ο [satanás] Ο1 : 1. Σατανάς, αρχηγός των δαιμόνων στην εβραϊκή και στη χριστιανική παράδοση· ονομασία του διαβόλου στην Aγία Γρα φή. || το πνεύμα του κακού: Έχει το Σατανά μέσα του! ΦΡ ύπαγε οπίσω μου Σατανά / πίσω μου σ΄ έχω Σατανά, για αποτροπή ενός πειρασμού. 2. (μτφ.) για κπ. που ενεργεί κάτω από την επίδραση του Σατανά και για αυτό είναι ύπουλος και καταχθόνιος ή εξαιρετικά έξυπνος και πονηρός: Φυλάξου απ΄ αυτόν γιατί είναι ~. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. || για μικρό παιδί πολύ ζωηρό και σκανταλιάρικο: Aυτός ο ~ ο γιος σου, τα κατάφερε πάλι. Ήρθαν οι μικροί σατανάδες.
[ελνστ. Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān `αντίπαλος, διάβολος΄]
- σατανικός -ή -ό [satanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σατα νά, που έχει τα φυσιογνωμικά ή ηθικά χαρακτηριστικά του Σατανά, ύπου λος και καταχθόνιος, πονηρός και πανούργος: Ένα σατανικό βλέμ μα. Mία σατανική φυσιογνωμία. ~ άνθρωπος. Σατανικά σχέδια.
σατανικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σατανικός]
- σατανικότητα η [satanikótita] Ο28 : η ιδιότητα του σατανικού· η κακία, η πονηριά και η δολιότητα: H ~ του βλέμματός του.
[λόγ. σατανικ(ός) -ότης > -ότητα]
- σατανισμός ο [satanizmós] Ο17 : η λατρεία του Σατανά, η πίστη στη δύναμή του και η προσπάθεια να κερδηθεί η εύνοιά του για την επίτευξη δόλιων σκοπών.
[λόγ. < γαλλ. satanisme < Satan < λατ. Satan < ελνστ. Σαταν(ᾶς) -isme = -ισμός]
- σατανιστής ο [satanistís] Ο7 θηλ. σατανίστρια [satanístria] Ο27 : οπαδός του σατανισμού.
[λόγ. < γαλλ. sataniste < satan(isme) = σαταν(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. σατανισ(τής) -τρια]
- σατανιστικός -ή -ό [satanistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο σατανισμό ή στο σατανιστή: Σατανιστικές τελετές.
[λόγ. σατανιστ(ής) -ικός]
- σατέν το [satén] Ο (άκλ.) : ύφασμα από φυσικό, τεχνητό ή συνθετικό μετάξι, του οποίου η μία όψη είναι γυαλιστερή και η άλλη θαμπή, ματ. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~.
[λόγ. < γαλλ. satin (από τα αραβ.: από όν. μσν. πόλης της Κίνας)]
- σατινέ [satiné] Ε (άκλ.) : που μοιάζει με σατέν στην υφή ή στην όψη. || (ως ουσ.).
[λόγ. < γαλλ. satiné]



