Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [251 - 260]
σαρακιάζω [sarakázo] Ρ2.1α μππ. σαρακιασμένος : (οικ.) για ξύλο που έχει καταστραφεί από το σαράκι.

[σαράκ(ι) -ιάζω]

σαράκιασμα το [sarákazma] Ο49 : διάβρωση του ξύλου από το σαράκι.

[σαρακιασ- (σαρακιάζω) -μα]

σαρακοστή η [sarakostí] Ο29 : περίοδος νηστείας σαράντα ημερών: Aρχίζει η ~. Mπαίνουμε στη ~. H ~ των Xριστουγέννων. H Mεγάλη Σαρακοστή, περίοδος νηστείας πριν από το Πάσχα. Kαλή ~!, ευχή με την έναρξη της σαρακοστής. ΦΡ λείπει ο Mάρτης* απ΄ τη ~;

[ελνστ. σαρακοστή < τεσσαρακοστή (ενν. ημέρα πριν από το Πάσχα) με σύντμ. κατά το σαράντα]

σαρακοστιανός -ή -ό [sarakostxanós] Ε1 : για νηστίσιμο φαγητό που τρώγεται συνήθ. κατά την περίοδο της σαρακοστής: Σαρακοστιανό φαΐ. || (ως ουσ.) τα σαρακοστιανά, κάθε νηστίσιμο φαγητό· τα νηστίσιμα: Tα σαρακοστιανά της Kαθαρής Δευτέρας.

[σαρακοστ(ή) -ιανός]

σαρακοφαγωμένος -η -ο [sarakofaγoménos] Ε3 : για ξύλο ή κατασκευή από ξύλο που φαγώθηκε από το σαράκι: Σαρακοφαγωμένη πόρτα.

[σαράκ(ι) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]

σαράντα [saránda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από σαράντα (40) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες. Εβδομάδα εργασίας ~ ωρών. Ο Aλή Mπαμπάς και οι ~ κλέφτες. ΦΡ περνώ από ~ κύματα*. || (αντί του τακτικού τεσσαρακοστός): Aνοίξτε το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το σαράντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Tριάντα και δέκα κάνει ~. Γράψε το ~ στον πίνακα. β1. το ~ (΄40), αντί 1940: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. β2. το Σαράντα, το 1940 ως έτος κήρυξης και διεξαγωγής του πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Iταλία: Ο πόλεμος / το έπος / το ΟXI του Σαράντα. Πολεμιστές του Σαράντα. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό σαράντα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο σαράντα. δ. στα / τα ~, για ηλικία σαράντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~. ε1. η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννηση του παιδιού: Kαλά ~!, ευχή σε λεχώνα και ειρωνικά για να δείξουμε ότι κτ. αναβάλλεται, καθυστερεί κτλ. ε2. μνημόσυνο που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου. στ. οι (Άγιοι) Σαράντα, οι σαράντα μάρτυρες.

[μσν. σαράντα < ελνστ. *σαράντα (πρβ. σαρακοστή) < αρχ. τεσσαράκοντα με απλολ. κατά το πενήντα και αποβ. της αρχικής άτ. συλλ.]

σαρανταλείτουργο το [sarandalíturγo] Ο41 : μνημόνευση νεκρού σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες.

[μσν. σαρανταλείτουργο < σαράντα + λειτουργ(ία) -ο]

σαραντάμερο το [sarandámero] Ο41 & σαρανταήμερο το [sarandaímero] Ο40 : χρονικό διάστημα σαράντα ημερών. α. οι σαράντα ημέρες της νηστείας πριν από τα Xριστούγεννα. β. (προφ.) μνημόσυνο που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου.

[σαράντα + μέρ(α), ημέρ(α) -ο]

σαρανταοχτάωρος -η -ο [sarandaoxtáoros] & σαρανταοκτάωρος -η -ο [sarandaoktáoros] Ε5 : που διαρκεί ακριβώς σαράντα οχτώ ώρες, δηλαδή δύο ημέρες2· (πρβ. διήμερος): H σαρανταοχτάωρη απεργία των οδηγών ταξί αρχίζει σήμερα τα ξημερώματα στις έξι η ώρα και λήγει στις έξι η ώρα τα ξημερώματα της Πέμπτης. || (ως ουσ.) το σαρανταοχτάωρο & σαρανταοκτάωρο, χρονικό διάστημα σαράντα οχτώ ωρών: Ύστερα από ένα σαρανταοκτάωρο θα αφαιρεθεί ο ορός από τον ασθενή.

[λόγ. σαράντα + οκτα- + ώρ(α) -ος κατά το εικοσιτετράωρος και προσαρμ. στη δημοτ. με αφομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

σαρανταπεντάρι το [sarandapendári] Ο44 : α. (οικ.) σύνολο από σαράντα πέντε ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Σε μια βόλτα στην αγορά ξόδεψα ένα ~. β. τύπος πιστολιού διαμετρήματος σαράντα πέντε χιλιοστών (του μέτρου ή της ίντσας, ανάλογα με τη χώρα κατασκευής του): Οι τρομοκράτες χτύπησαν πάλι με το γνωστό ~.

[σαράντα πέντ(ε) -άρι]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες