Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [201 - 210]
σανός ο [sanós] Ο17 πληθ. τα σανά & σανό το [sanó] Ο38 : αποξηραμένο χόρτο το οποίο συνήθ. έχουν θερίσει πριν ωριμάσει τελείως και το οποίο προορίζεται για τροφή των ζώων. ΦΡ τρώω σανό, είμαι βλάκας, ξεγελιέμαι εύκολα: Δεν τρώω σανό εγώ!

[σλαβ. seno και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. ( [e > a] ;)]

σανσκριτικός -ή -ό [sanskritikós] Ε1 : (γλωσσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρχαία ινδική γλώσσα: Σανσκριτικές λέξεις. Σανσκριτικά κείμενα, γραμμένα στη σανσκριτική γλώσσα. || (ως ουσ.) τα σανσκριτικά, η σανσκριτική, η αρχαία ινδική γλώσσα.

[λόγ. < αγγλ. sanskrit (από τα σανσκρ.: `καλλιεργημένος΄) -ικός]

σαντέζα η [santéza] Ο25α : (παρωχ., μειωτ.) τραγουδίστρια νυχτερινού κέντρου.

[λόγ. < γαλλ. santeus(e) `τραγουδίστρια΄ ]

σαντζάκι το [sandzáki] Ο44 : (ιστ.) διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας.

[τουρκ. sancak ]

σαντιγί η [sandijí] Ο (άκλ.) : κρέμα ζαχαροπλαστικής που γίνεται από χτυπημένη κρέμα γάλακτος και ζάχαρη: Φράουλες με ~. Tούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα ~.

[λόγ. < γαλλ. φρ. crème Chantilly `κρέμα αλά Σαντιγί΄ < τοπων. Chantilly (κωμόπολη της Γαλλίας)]

σάντουιτς το [sánduits] Ο (άκλ.) : 1. δύο λεπτές φέτες ψωμιού, συνήθ. αλειμμένες με βούτυρο, ανάμεσα στις οποίες βάζουν μία λεπτή φέτα κρύου κρέατος, ζαμπόν, τυριού κτλ. || (μτφ., προφ.): Έγινα ~, στριμώχτηκα πολύ. 2. (τεχν.) η τοποθέτηση διαφορετικών υλικών κατά στρώματα, σε διάταξη που θυμίζει σάντουιτς. σαντουιτσάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. σαντουιτσάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[λόγ. < αγγλ. sandwich < ανθρωπων. Sandwich (όν. Άγγλου κόμη που το πρωτοκατασκεύασε)· σάντουιτς -άρα]

σαντουιτσάδικο το [sanduitsáδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα που πουλάει σάντουιτς.

[σάντουιτς -άδικο]

σαντούρι το [sandúri] Ο44 : έγχορδο μουσικό όργανο της Aνατολής, με ηχείο σε σχήμα τραπεζίου και μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του, το οποίο παίζεται με δύο λεπτά ραβδάκια τυλιγμένα στην άκρη με βαμβάκι.

[τουρκ. santur (από τα αραβ.) ]

σαξ [sáks] Ε (άκλ.) : που έχει έντονο γαλάζιο χρώμα. || (ως ουσ.) το σαξ, το σαξ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. Saxe `πορσελάνη της Saxe΄ (περιοχή της Γερμανίας: Sachsen `Σαξονία΄)]

σαξονικός -ή -ό [saksonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες.

[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. saxon -ικός]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες