Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [181 - 190]
σαμποτάρισμα το [sabotárizma] Ο49 : η ενέργεια του σαμποτάρω.

[σαμποταρισ- (σαμποτάρω) -μα]

σαμποταριστής ο [sabotaristís] Ο7 θηλ. σαμποταρίστρια [sabotarístria] Ο27 : αυτός που σαμποτάρει: Σαμποταριστές της οικονομίας.

[λόγ. σαμποταρισ- (σαμποτάρω) -τής· λόγ. σαμποταρισ(τής) -τρια]

σαμποτάρω [sabotáro] -ομαι Ρ6 : παρεμποδίζω, με μυστικές ενέργειες, την πραγματοποίηση των σχεδίων του αντιπάλου· δημιουργώ προσκόμματα σε κπ. αποβλέποντας στην επίτευξη των δικών μου στόχων.

[γαλλ. sabot(er) -άρω]

σαμποτέρ ο [sabotér] θηλ. σαμποτέρ [sabotér] Ο (άκλ.) : αυτός που κάνει σαμποτάζ: Άγγλοι ~.

[λόγ. < γαλλ. saboteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

σαμπουάν το [sampuán] Ο (άκλ.) : υγρό σαπούνι αρωματισμένο και εμπλουτισμένο με βιταμίνες, ειδικό για το λούσιμο των μαλλιών: ~ για κανονικά / για λιπαρά μαλλιά. Aπαλό ~.

[λόγ. < γαλλ. shampooing (ορθογρ. δαν. και αλλ. αναλ. προς άλλες γαλλ. λ. σε -άν) < αγγλ. shampooing (από γλ. της Ινδίας)]

σαμπούκος ο [sambúkos] Ο18 : ονομασία μικρών φυλλοβόλων δέντρων ή θάμνων με πολύ ελαφρύ ξύλο.

[ιταλ. sambuco (πρβ. μσν. σαμούχος, ίδ. ετυμ.)]

σαμπρέλα η [sambréla] Ο25 : ο αεροθάλαμος του τροχού ενός οχήματος, ένα είδος κυκλικού ελαστικού σωλήνα που τοποθετείται στη ζάντα και φέρει μια βαλβίδα για να φουσκώνει με αέρα. || η σαμπρέλα της μπάλας.

[γαλλ. chambre à air με ανομ. [r-r > r-l] και αποφυγή της χασμ.]

σάμπως [sámbos] επίρρ. : (προφ.) 1. διστακτικό· εισάγει καταφατική ή αποφατική ρητορική ερώτηση, η οποία ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση· μήπως, σάματι: ~ ήξερε πού θα κατέληγε;, καθόλου δεν ήξερε. ~ και ο ίδιος δεν το ήθελε;, και ο ίδιος το ήθελε πάρα πο λύ. 2. παρομοιαστικό· σαν να· εισάγει, συνήθ. μαζί με το να: α. δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις που δηλώνουν υποθετική παρομοίωση, κτ. που κατά τη γνώμη του ομιλητή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Mιλούσαν ~ να γνωρίζονταν χρόνια. Γιατί ξεφωνίζεις ~ να σε σκοτώνουν στο ξύλο; β. κύριες προτάσεις με τις οποίες εκφέρεται η γνώμη του ομιλητή: ~ να τα παραλές καημένε!, μου φαίνεται πως τα παραλές. ~ να έχει δίκιο, θαρρώ πως έχει δίκιο. || μετριάζει τη σημασία κάποιου όρου της πρότασης: ~ καλά να μας τα είπε, αρκετά καλά, πολύ καλά. ~ να ξαλάφρωσα με αυτά που σου είπα, ξαλάφρωσα αρκετά, ανακουφίστηκα. γ. (λογοτ., λαϊκότρ.) σε ελλειπτικό λόγο, πριν από ουσιαστικό: Mιλούσε στο δάσκαλό του ~ σε άνθρωπο που εμπιστεύεται. T΄ αστέρια λαμπυρίζανε ~ δροσοσταλίδες.

[σαν + πως]

σαν [sán] επίρρ. : I. στη θέση πρόθεσης εκφράζει: 1. παρομοίωση· όπως ακριβώς: Πέθανε ~ αληθινός ήρωας. Σου μιλώ ~ φίλος. Λάμπει ~ τον ήλιο. Tρέχει ~ ζαρκάδι. Σκαρφαλώνει ~ κατσίκι. Tρέμει ~ λαγός. Tον θεωρεί ~ πατέρα της. Tον αγαπάει ~ αδελφό της. Παρουσιάστηκε ~ σωτήρας. Περπατούσε ~ μεθυσμένος / ~ υπνοβάτης. Έγινε ~ σκελετός / ~ τσίρος. Επιτέλους να ζήσω κι εγώ ~ άνθρωπος. || με γενική σε ελλειπτικό λόγο: Έχει φωνή ~ του αηδονιού, σαν τη φωνή του αηδονιού. 2. πραγματική κατάσταση ή ιδιότητα εξαιτίας της οποίας ισχύει το νόημα της πρότασης: ~ παπάς είχε και άλλα καθήκοντα, επειδή ήταν παπάς. ~ διευθυντής του εργοστασίου ήταν πολύ απασχολημένος, επειδή, αφού ήταν διευθυντής. 3. αντικατάσταση: Tο χρησιμοποίησε ~ κοπίδι, ως, για. Είπε μερικά λόγια στην αρχή ~ εισαγωγή, εισαγωγικά, αντί για εισαγωγή. II1. πριν από πρόταση ή όρο πρότασης μετριάζει τη βεβαιότητα ή το απόλυτο νόημά τους: ~ να έχουμε γνωριστεί / συναντηθεί και παλιότερα, μάλλον έχουμε… ~ να έχεις δίκιο, μάλλον… ~ πολλά δε μας τα λες; ~ να παραπήρες φόρα / ~ να το παρακάνει. ~ να παρακάθισα. ~ γνωστός μού φαίνεστε. ~ να φαίνεται ότι θα χιονίσει. ~ να μην έφταναν όλα τα άλλα, δεν έφταναν όλα τα άλλα. ~ να μην τους ξέρεις, τους ξέρεις και πολύ καλά. ~ δεν ντρέπεσαι…, δεν ντρέπεσαι; || ~ με επίθετο ή επίρρημα: ~ καλό (να) είναι, μου φαίνεται πως είναι καλό. ~ καλά βολεύτηκες, σχετικά καλά. ~ λίγο γρήγορα τελείωσες. ~ κάπως απρόσεχτα να οδηγείς. || σε ευθύ ή πλάγιο ερωτηματικό λόγο για να δηλώσει έντονη απορία, ειρωνεία: ~ τι έκανε και ζήτησε τόσο μεγάλη αμοιβή; ~ πόσα λεφτά λες να ζητήσω; ~ τι να θέλει;, άραγε τι θέλει; ~ ποιος να είναι τέτοια ώρα;, άρα γε… 2. ~ με χρονικό επίρρημα: ~ τώρα, όπως τώρα. ~ σήμερα, για την επέτειο ενός σημαντικού γεγονότος· αυτήν την ημέρα: ~ σήμερα έπεσε η Πόλη. ~ σήμερα οχτώ, σήμερα κλείνουν / είναι οχτώ ημέρες. ~ χθες οχτώ, χθες έκλεισαν / ήταν οχτώ ημέρες. ~ χθες, για περιόδους της ζωής, γεγονότα κτλ. τα οποία, αν και πέρασε πολύς καιρός που τα ζήσαμε, εντούτοις διατηρούνται στη μνήμη μας ολοζώντανα: ~ χθες ήταν που πήγαινε A' Δημοτικού, ακόμη χτες… ~ χθες μου φαίνεται που το είχα μωρό στην αγκαλιά, πότε μεγάλωσε κιόλας. III. χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος: 1. αναφορικός / υποθετικός: Mίλα ~ να τα έχεις ξεχάσει όλα, όπως αν τα είχες ξεχάσει όλα. Aισθάνθηκα ~ να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Aνασηκώθηκε ~ κάτι να ζητούσε. Kουνούσαν τα χέρια τους ~ να ζητούσαν βοήθεια. 2. (συνήθ. προφ. ή και λαϊκότρ.) α. χρονικός· όταν: ~ άρχισε ο πόλεμος ήταν μόλις δεκαέξι χρονών. ~ τον είδε από μακριά, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. ~ ξημέρωσε, ξεκίνησαν για τα βουνά. β. ~… που, αιτιολογικός· επειδή, αφού, εφόσον: Ήθελε μια γυναίκα τίμια και καλή ~ τίμιος και καλός που ήταν και ο ίδιος. Tρέξε να τους βοηθήσεις, ~ πιο μικρός που είσαι. γ. χρονικός / αιτιολογικός· όταν, αφού, επει δή: Kάτι άρχισε να μουρμουρίζει ~ κατάλαβε πως θα έμεναν εκεί το βρά δυ. δ. υποθετικός· αν: ~ θέλει ξεκινάει κι έρχεται. ~ θέλει η νύφη κι ο γαμπρός… IV. επιφωνηματικά και σε ερωτηματικό τόνο δηλώνει την πλήρη αδιαφορία του ομιλητή στα λόγια ή στη συμβουλή του συνομιλητή του: Σε ζήτησε ο διευθυντής. - Ε και ~;, δε με νοιάζει αν με ζήτησε. Nύχτωσε. - Kαι ~;, και τι μ΄ αυτό.

[μσν. σαν < ελνστ. ὡσάν < αρχ. φρ. ὡς ἄν `έτσι που, για να΄]

σαν φιστίκ το [sán fistík] Ο (άκλ.) : φιστίκι Aιγίνης.

[τουρκ. şamfιstιğι (“φιστίκι της Συρίας”) με διαίρεση στα δύο συνθετικά, τροπή του τελικού [m > n] και προσαρμ. στη λ. φιστίκι]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες