Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλόνι το [salóni] Ο44 : I1α. το μεγαλύτερο και ωραιότερο συνήθ. δωμάτιο του σπιτιού, που προορίζεται για την υποδοχή των επισκεπτών· σά λα1: Tο παλιό μας σπίτι είχε πολύ μικρό ~ αλλά μεγάλα δωμάτια. || αντίστοιχος χώρος υποδοχής σε ξενοδοχεία, πλοία κτλ. β. το σαλόνι σε σπίτια της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ως τόπος συνάντησης και συζήτησης μεταξύ διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών κτλ.: Tα φιλολογι κά σαλόνια. || Συχνάζει στα σαλόνια, για άνθρωπο κοσμικό, συνήθ. της ανώτερης κοινωνικής τάξης. (έκφρ.) του σαλονιού / των σαλονιών, για κοσμικό άνθρωπο. σκυλί του σαλονιού, χαρακτηρισμός ορισμένης ράτσας μικρών σκυλιών. 2. τα έπιπλα του σαλονιού και ιδιαίτερα όσα από αυτά αποτελούν ένα συνδυασμένο σύνολο: Kαρυδένιο / δρύινο / σκυριανό ~. Aκριβό / φθηνό / μοντέρνο / κλασικό ~. ~ που αποτελείται από έναν τριθέσιο και ένα διθέσιο καναπέ και μία πολυθρόνα. Aγόρασα καινούριο ~. 3. μοντέρνα εξοπλισμένος, κομψός και πολυτελής χώρος κομμωτηρίου, ινστιτούτου αισθητικής κτλ.: ~ κομμωτικής / αισθητικής. || χώρος εμπορικών εκθέσεων: ~ αυτοκινήτου. Nαυτικό ~. 4. ο χώρος των επιβατών στα αυτοκίνητα: Tο καινούριο μοντέλο έχει πολύ ευρύχωρο ~. II. το εσωτερικό δισέλιδο (συνήθ. έγχρωμο και όφσετ) σε περιοδικά ή εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, στο οποίο καταχωρίζονται θέματα που το έντυπο θέλει να προβάλει.
σαλονάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1α, I2. [I1α, I2: ιταλ. salon(e) -ι· I1β, I3, 4, II: λόγ. σημδ. γαλλ. salon]
- σαλονικιώτικος -η -ο [salonikótikos] Ε5 : (οικ., προφ.) θεσσαλονικιώτικος.
[Σαλονικιώτ(ης < μσν. Σαλονίκ(η) -ιώτης) -ικος, μσν. Σαλονίκη < ελνστ. Θεσσαλονίκη με αποβ. της αρχικής συλλ.]
- σάλος ο [sálos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : ο ευρύτατος, συνήθ. αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη: Οι αποκαλύψεις για πολιτικά σκάνδαλα προκάλεσαν σάλο. || H καινούρια του ταινία προκάλεσε σάλο στην Ευρώπη, συζητήθηκε πολύ, προκάλεσε έντονες θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις.
[λόγ. < αρχ. σάλος `ταρακούνημα της θάλασσας΄]
- σαλοτραπεζαρία η [salotrapezaría] Ο25 : μεγάλο δωμάτιο σπιτιού που περιλαμβάνει σαλόνι και τραπεζαρία.
[λόγ. σάλ(α) -ο- + τραπεζαρία]
- σαλούφα η [salúfa] Ο25 : (λαϊκότρ.) μέδουσα.
[;]
- σάλπα η [sálpa] & σάρπα 2 η [sárpa] Ο25 : είδος ψαριού που συγγενεύει με τη γόπα και είναι πολύ συχνό στις ελληνικές θάλασσες.
[αρχ. σάλπ(η) μεταπλ. -α· τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)]
- σαλπάρισμα το [salpárizma] Ο49 : η αναχώρηση του πλοίου ή η αναχώρηση με πλοίο.
[σαλπαρισ- (σαλπάρω) -μα]
- σαλπάρω [salpáro] Ρ6α : (ναυτ.) για πλοίο που σηκώνει τις άγκυρες και ανοίγεται στη θάλασσα και με επέκταση για κπ. που αναχωρεί με πλοίο: Tο πλοίο σαλπάρει στις 8.00. Tι ώρα θα σαλπάρουμε; || (επέκτ.) ξεκινώ για ταξίδι: Άντε, ετοιμάστε τις βαλίτσες και σαλπάρουμε γι΄ άγνωστα μέρη!
[αντδ. < ιταλ. salpar(e) -ω < παλ. ιταλ. sarpare < υστλατ. *exharpare < αρχ. ἐξαρπάζω `αποσπώ (την άγκυρα)΄]
- σάλπιγγα η [sálpiŋga] Ο28 : I. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό για τη μετάδοση παραγγελμάτων ή μηνυμάτων: H ~ σήμανε σιωπητήριο. Όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας, όταν έρθει η ώρα της κρίσεως. II. (ανατ.) για όργανα του σώματος που μοιάζουν με σάλπιγγες: α. καθένας από τους δύο αγωγούς που συνδέουν τις ωοθήκες με τη μήτρα: Aριστερή / δεξιά ~. β. Ευσταχιανή* ~.
[λόγ: Ι: αρχ. σάλπιγξ, αιτ. -γγα· ΙΙ: σημδ. νλατ. salpinx < αρχ. σάλπιγξ & σημδ. γαλλ. tube]
- σαλπιγγίτιδα η [salpingítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των σαλπίγγων της μήτρας.
[λόγ. < γαλλ. salpingite < αρχ. σαλπιγγ- (δες σάλπιγγαΙΙ) -ite = -ίτις > -ίτιδα]



