Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλιγκάρι το [saliŋgári] Ο44 : χερσαίο οστρακοφόρο μαλάκιο. || Mετά τη βροχή ο κόσμος βγήκε στους δρόμους σαν τα σαλιγκάρια.
σαλιγκαρά κι το YΠΟKΟΡ. σαλίγκαρος* ο MΕΓΕΘ. [μσν. *σάλιγκ(ας) (< σάλιαγκας) -άρι(;)]
- σαλίγκαρος ο [salíŋgaros] Ο20 : 1. μεγάλο σαλιγκάρι. 2. πορεία με την όπισθεν σε προκαθορισμένη διαδρομή, η οποία είχε σχήμα οφιοειδές και αποτελούσε μέρος των εξετάσεων για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης.
[σαλιγκάρ(ι) μεγεθ. -ος]
- σαλικυλικός -ή -ό [salikilikós] Ε1 : (χημ.) σε ονομασίες χημικών ενώσεων: Σαλικυλικό οξύ, κυκλική οργανική ένωση που είναι συγχρόνως και οξύ, με ευρύτατη χρήση στη δερματολογία. Σαλικυλική αλκοόλη, κυκλική οργανική ένωση που είναι συγχρόνως και αλκοόλη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
[λόγ. < γαλλ. salicylique κατά το λατ. έτυμο salic- (salix) `ιτιά΄ + αρχ. ὕλ(η) -ique = -ικός]
- σάλιο το [sálo] Ο39 : υγρό άχρωμο και κολλώδες που εκκρίνεται μέσα στην κοιλότητα του στόματος από ειδικούς αδένες, τους σιελογόνους και διευκολύνη την κατάποση της τροφής: Kαταπίνω το ~ μου. Στέγνωσε το ~ μου. (έκφρ.) κολλημένο με το ~, κολλημένο πολύ πρόχειρα. πλένομαι με το ~ μου, για μεγάλη έλλειψη νερού. ΦΡ τρέχουν τα σάλια μου / μου τρέχουν / μου πέφτουν τα σάλια, έντονη επιθυμία για φαγητό ή πολύ μεγάλη λαχτάρα για κτ. ή για κπ. δεν υπάρχει ~, δεν υπάρχει δραχμή ή γενικά για παντελή έλλειψη ενός πράγματος. μύξες* και σάλια.
[μσν. σάλιον < *σιάλιον (αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα) υποκορ. του αρχ. σίαλον]
- σάλιωμα το [sáloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλιώνω.
[σαλιώ(νω) -μα]
- σαλιώνω [salóno] -ομαι Ρ1 : υγραίνω κτ. με σάλιο: ~ το γραμματόσημο. Σάλιωσε τη μύτη του μολυβιού. Σάλιωσε τα χείλη του.
[σάλι(ο) -ώνω]
- σαλμί το [salmí] Ο (άκλ.) : τρόπος μαγειρέματος του κυνηγιού καθώς και είδος σάλτσας που το συνοδεύει, συχνά ως επίθ.: Λαγός ~.
[ιταλ. salmi]
- σαλμονέλα η [salmonéla] Ο25 : ονομασία μικροβίων που προκαλούν λοίμωξη στο γαστρεντερικό σύστημα διάφορων ζώων, η οποία μεταδίδεται και στον άνθρωπο.
[λόγ. < νλατ. salmonella (paratyphi) < ανθρωπων. D. Salmon (όν. Aμερικανού γιατρού)]
- σαλμονέλωση η [salmonélosi] Ο33 : λοίμωξη που προκαλείται από τις σαλμονέλες.
[λόγ. < γαλλ. salmonellose < salmonell(e) = σαλμονέλ(α) -ose = -ωση]
- σαλοκουζίνα η [salokuzína] Ο25 : ενιαίος χώρος σπιτιού διαμορφωμένος έτσι ώστε να χρησιμοποιείται ως σαλόνι και ως κουζίνα: Γκρέμισε το μεσότοιχο και η κουζίνα με το καθιστικό έγιναν ~. Πολλά καινούρια διαμερίσματα, αντί για ξεχωριστό σαλόνι και κουζίνα, έχουν ~.
[λόγ. σάλ(α) -ο- + κουζίνα]



