Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [91 - 100]
σακχαρώδης -ης -ες [sakxaróδis] Ε11 : (χημ.) α. που περιέχει σάκχαρο: Σακχαρώδεις ενώσεις. β. (ιατρ.) ~ διαβήτης, σάκχαρο.

[λόγ. σάκχα ρ(ον) -ώδης]

σάλα η [sála] Ο25α : 1. το μεγαλύτερο και συνήθ. το ωραιότερο δωμάτιο του σπιτιού, που προορίζεται για την υποδοχή των επισκεπτών· σαλόνιI1α. 2. μεγάλη αίθουσα, συνήθ. σε ξενοδοχείο, για χορούς, δεξιώσεις κτλ.

[ιταλ. sala]

σαλάγημα το [salájima] & σαλάγισμα το [salájizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) παρακίνηση ενός κοπαδιού να προχωρήσει ή να σταματήσει, με ειδικές κραυγές, σφυρίγματα κτλ.

[σαλαγη- (σαλαγώ) -μα· σαλαγ(ώ) -ισμα]

σαλαγητό το [salajitó] Ο38 : (λαϊκότρ.) σάλαγος.

[σαλαγ(ώ) -ητό]

σάλαγος ο [sálaγos] Ο20 : (λαϊκότρ.) 1. η βουή, ο θόρυβος που κάνει ένα κοπάδι ζώων. || (λογοτ.): Ο ~ της μέρας δεν έχει κοπάσει ακόμα. Ο ~ της μάχης / του πολέμου. Ο ~ των κυμάτων / της θάλασσας. 2. η κραυγή του βοσκού με την οποία παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει.

[σαλαγ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

σαλαγώ [salaγó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) για το βοσκό που με κραυγές, σφυρίγματα κτλ. παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει: Σαλαγούσε τα πρόβατα.

[ελνστ. σαλαγῶ `ταρακουνώ (για τη θάλασσα)΄ (πρβ. ελνστ. σαλαγή `κραυγή΄)]

σαλαμάνδρα η [salamánδra] & σαλαμάντρα η [salamándra] Ο25 : μικρό αμφίβιο ερπετό που ζει στη στεριά, έχει τη μορφή και το μέγεθος σαύρας, δέρμα μαύρο με κίτρινες κηλίδες και εκκρίνει ένα τοξικό υγρό.

[λόγ. < αρχ. σαλαμάνδρα (προφ. [ndr] )· προσαρμ. στη δημοτ. [nδ > nd] ]

σαλάμι το [salámi] Ο44 : είδος αλλαντικού από ψιλοκομμένο κρέας, κομματάκια λίπος και μπαχαρικά, τα οποία τοποθετούνται μέσα σε μοσχαρίσιο έντερο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας μακρύς κύλινδρος: ~ αέρος / βραστό / σκορδάτο. || Γλυκό ~, γλυκό του ψυγείου από μπισκότα και σοκολάτα. || (μτφ.): Πολιτική / μέθοδος του σαλαμιού, σαλαμοποίηση. σαλαμάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. salam(e) ]

σαλαμινομάχος ο [salaminomáxos] Ο18 : Έλληνας πολεμιστής που πολέμησε εναντίον των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

[λόγ. Σαλαμιν- (Σαλαμίς < αρχ. Σαλαμίς) -ο- + -μάχος κατά το μαραθωνομάχος]

σαλαμοποίηση η [salamopíisi] Ο33 : πολυδιάσπαση που γίνεται για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα αυτού που την προκαλεί, π.χ. σε θέματα που, ενώ θα έπρεπε να συνεξεταστούν, διαχωρίζονται και εξετάζονται χωριστά.

[λόγ. σαλάμ(ι) -ο- + -ποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. salami tactics]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες