Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σύριος
1 εγγραφή
σύριος -α -ο [sírios] Ε6 : (λόγ.) συριακός. || (ως ουσ.) ο Σύριος, θηλ. Σύρια, ο κάτοικος της Συρίας.

[λόγ. < αρχ. Σύριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες