Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συριακός -ή -ό [siriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Συρία ή στους Συρίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Συριακή κυβέρνηση / πρωτεύουσα / εξωτερική πολιτική.
[λόγ. < ελνστ. Συριακός]
- συριανός -ή -ό [sirjanós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σύρο (Σύρα): Συριανά λουκούμια, που παράγονται στη Σύρο. || (ως ουσ.) ο Συριανός, θηλ. Συριανή, ο κάτοικος της Σύρου.
[Σύρ(α) -ιανός (διαφ. το ελνστ. Συριανός `που αναφέρεται στη Συρία΄)]
- σύριος -α -ο [sírios] Ε6 : (λόγ.) συριακός. || (ως ουσ.) ο Σύριος, θηλ. Σύρια, ο κάτοικος της Συρίας.
[λόγ. < αρχ. Σύριος]



