Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 87 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στοματικός -ή -ό [stomatikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο στόμα: Στοματική κοιλότητα. Στοματικοί αδένες / μύες. β. που έχει σχέση με το στόμα: Στοματικές παθήσεις. || (ψυχ.) στοματικό στάδιο, στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, το στάδιο κατά το οποίο η επαφή με το στόμα παίζει σημαντικό ρόλο. γ. που γίνεται με το στόμα: ~ έρωτας / στοματική συνουσία / στοματικό σεξ, πεολειχία. 2. προφορικός, συνήθ. στην έκφραση στοματική παράδοση, σε αντιδιαστολή προς ό,τι παραδίδεται στις επόμενες γενιές με το γραπτό λόγο.
[λόγ. < ελνστ. στοματικός `φάρμακο ή πάθηση του στόματος΄ σημδ. γαλλ. oral]
- στοματίτιδα η [stomatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας: Aφθώδης / ελκώδης / οξεία / χρόνια ~.
[λόγ. < γαλλ. stomatite < αρχ. στοματ- (στόμα) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- στοματολογία η [stomatolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις της στοματικής κοιλότητας (των δοντιών, των γνάθων, της γλώσσας και του βλεννογόνου του στόματος).
[λόγ. < γαλλ. stomatologie < αρχ. στοματο- (στόμα) + -logie = -λογία]
- στοματολογικός -ή -ό [stomatolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στοματολογία ή με το στοματολόγο.
στοματολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. στοματολογ(ία) -ικός]
- στοματολόγος ο [stomatolóγos] Ο18 θηλ. στοματολόγος [stomatolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία.
[λόγ. < γαλλ. stomatologue < stomato(logie) = στοματο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- στομάχι το [stomáxi] Ο44 : 1. όργανο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου και των θηλαστικών, που έχει σχήμα ασκού, που βρίσκεται ανάμεσα στον οισοφάγο και στο δωδεκαδάκτυλο και όπου καταλήγουν οι μασημένες τροφές, για να αρχίσει η διαδικασία της πέψης: Έχει γερό / ευαίσθητο ~. Tο ~ μου είναι γεμάτο / άδειο, έχω / δεν έχω φάει. Mε πονάει το ~ (μου), έχω στομαχόπονο. Xάλασε το ~ μου, έχω στομαχικές ενοχλήσεις. Φόρτωσα το ~ μου, έφαγα πολύ. Bάρυνε το ~ μου, αισθάνομαι βάρος. Έχω ~, υποφέρω από το στομάχι μου. ΦΡ και εκφράσεις το ~ του αλέθει και πέτρες*. κτ. μου κάθεται στο ~, για δύσπεπτη τροφή. κάποιος ή κτ. μου κάθεται στο ~, μου προκαλεί έντονη αντιπάθεια, δεν το(ν) χωνεύω. μου γυρίζει* το ~. έχω μεγάλο ~, δείχνω μεγάλη ανεκτικότητα. || στα πτηνά, στα ερπετά και στα ψάρια, όργανο που εκτελεί ανάλογη λειτουργία. 2. το εξωτερικό τμήμα του σώματος που αντιστοιχεί στη θέση του στομαχιού μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα: Tου έδωσε μια γροθιά στο ~. Έχει (μεγάλο) ~, είναι φουσκωμένη η περιοχή εκείνη του σώματος, συνήθ. από συσσώρευση λίπους. (έκφρ.) γροθιά* στο ~.
στομαχάκι το YΠΟKΟΡ: Tο ~ του παιδιού. Aπό τις πολλές μπίρες έχει κάνει ~. [μσν. στομάχι υποκορ. του ελνστ. στόμαχος, αρχ. σημ.: `λαιμός΄]
- στομαχιάζω [stomaxázo] Ρ2.1α μππ. στομαχιασμένος : παθαίνω δυσπεψία, έχω ενοχλήσεις στο στομάχι από πολυφαγία: Στομαχιάσαμε όλοι στις γιορτές. || για κτ. που προκαλεί δυσπεψία ή για κπ. που γίνεται αιτία να πάθει κάποιος δυσπεψία: Mε στομάχιασε αυτό το φαΐ. Θα μας στομαχιάσεις με τόσα φαγητά που έφτιαξες.
[στομάχ(ι) -ιάζω]
- στομαχικός -ή -ό [stomaxikós] Ε1 : α. που ανήκει στο στομάχι: Στομαχική κοιλότητα. Στομαχικοί αδένες. || Στομαχικά υγρά, που εκκρίνονται από το στομάχι. β. που έχουν σχέση με το στομάχι ή που προέρχονται από αυτό: Στομαχικές παθήσεις / διαταραχές. ~ πόνος, στομαχόπονος. || (ως ουσ.) ο στομαχικός, θηλ. στομαχική, αυτός που πάσχει από κάποια στομαχική πάθηση.
[λόγ. < ελνστ. στομαχικός]
- στομαχόπονος ο [stomaxóponos] Ο20 : (οικ.) πόνος στο στομάχι, στομαχικός πόνος.
[στομάχ(ι) -ο- + πόνος]
- στόμαχος ο [stómaxos] Ο19 : (λόγ., ανατ., ιατρ.) το στομάχι: H καρδιακή μοίρα του στομάχου. Παθήσεις του στομάχου, στομαχικές παθήσεις. Έλκος / διάτρηση του στομάχου. Πλύση του στομάχου.
[λόγ. < ελνστ. στόμαχος, αρχ. σημ.: `λαιμός΄]



