Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Σκύλλα η [skíla] Ο25 (χωρίς πληθ.) : μυθικό θαλάσσιο τέρας, που μαζί με τη Xάρυβδη δημιουργούσε φοβερές δίνες και συνέτριβε τα πλοία των ναυτικών, στις εκφράσεις από τη ~ στη Xάρυβδη, από το ένα κακό σε άλλο χειρότερο. ανάμεσα στη ~ και στη Xάρυβδη ή μεταξύ Σκύλλας και Xάρυβδης, για εξαιρετικά δύσκολη και αδιέξοδη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. Σκύλλα]