Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ*
3.928 εγγραφές [61 - 70]
σαϊτιά η [saitxá] Ο24 : (λογοτ.) χτύπημα, πλήγμα ή τραύμα με τη σαΐτα. || Aισθάνθηκα το βλέμμα του σαν ~ στην καρδιά.

[μσν. σαϊτιά < σαΐτ(α) -ιά]

σαϊτοθήκη η [saitoθíki] Ο30 : (λογοτ.) φαρέτρα.

[λόγ. σαΐτ(α) -ο- + -θήκη]

σακ βουαγιάζ το [sák vuajáz] Ο (άκλ.) : ταξιδιωτική τσάντα.

[λόγ. < γαλλ. sac de voyage]

σάκα η [sáka] Ο25 : (παρωχ.) η σχολική τσάντα.

[< σάκος με μεταπλ. σε θηλ. κατά το τσάντα]

σακάκι το [sakáki] Ο44 : εξωτερικό ανδρικό ένδυμα με μακριά μανίκια, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι: Σταυρωτό / μονόπετο ~. Kαλοκαιρινό / χειμωνιάτικο ~. Είχε το ~ του ριγμένο στους ώμους. || γυναικεία ζακέτα που έχει το κόψιμο ανδρικού σακακιού. || ~ πιτζάμας, το αντίστοιχο προς το ανδρικό σακάκι τμήμα της πιτζάμας, με κοντά ή μακριά μανίκια.

[σάκ(ος)2 υποκορ. -άκι]

σακαράκα η [sakaráka] Ο25α : χαρακτηρισμός παλιού και ουσιαστικά άχρηστου οχήματος, που όμως εξακολουθεί να κυκλοφορεί. || (επέκτ.) κάθε παλιό, ογκώδες και υπερβολικά φθαρμένο αντικείμενο.

[παλ. σημ.: `παλιό σπαθί, παλιό αντικείμενο΄ < παλ. ιταλ. saracca `σπαθί΄ με εισαγωγή του συμφ. [k] και επανάληψη του φων. της προηγούμενης συλλ. κατά τα “κορακίστικα”]

σακάτεμα το [sakátema] Ο49 : το αποτέλεσμα του σακατεύω.

[σακατεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

σακατεύω [sakatévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. προξενώ σε κπ. μόνιμη αναπηρία: Έπεσε από τη σκάλα και σακατεύτηκε για όλη του τη ζωή. Σακάτεψε τα μάτια του με το διάβασμα. Είναι σακατεμένος άνθρωπος, είναι ανάπηρος ή έχει κάποια χρόνια πάθηση. || (επέκτ.): Έδωσα μια κουτουλιά και σακατεύτηκα, χτύπησα πολύ. Είμαι σακατεμένος από την πολλή δουλειά, πολύ κουρασμένος. Σακατεύτηκα, ώσπου να κουβαλήσω τόσες τσάντες, κουράστηκα πολύ. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω αλύπητα. 2. (μτφ.) προξενώ σε κτ. ανεπανόρθωτη ζημιά από κακή χρήση ή επέμβαση: Tο σακάτεψε το κείμενο με τις διορθώσεις που έκανε. H μοδίστρα μού το σακάτεψε το φόρεμα.

[σακάτ(ης) -εύω]

σακάτης ο [sakátis] Ο11 θηλ. σακάτισσα [sakátisa] Ο27 : (οικ., μειωτ.) ανάπηρος: Tον άφησε σακάτη ο πόλεμος. || (επέκτ.) άνθρωπος με πολύ κλονισμένη υγεία. || (ως επίθ.): Δεν τον λυπάσαι λίγο, σακάτη άνθρωπο;

[τουρκ. sakat -ης· σακάτ(ης) -ισσα]

σακάτικος -η -ο [sakátikos] Ε5 : (οικ.) που έχει κάποια αναπηρία: Σακάτικο ζώο. || για μέλος του σώματος που έχει υποστεί μόνιμη αναπηρία: Σακάτικο χέρι / πόδι.

[σακάτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες