Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρ
718 εγγραφές [41 - 50]
ραδιενέργεια η [raδienérjia] Ο27 : (φυσ.) η αόρατη ακτινοβολία που εκπέμπουν ορισμένα χημικά στοιχεία (που ονομάζονται ραδιενεργά), όταν οι ασταθείς πυρήνες των ατόμων τους διασπώνται σε απλούστερους: Tο φαινόμενο της ραδιενέργειας ανακαλύφθηκε το 1896. Mόλυνση από ~. Mετρητής ραδιενέργειας.

[λόγ. ραδι(ο)- 1 + ενέργεια μτφρδ. γαλλ. radio activité & αγγλ. radioactivity]

ραδιενεργός -ή / -ός -ό [raδienerγós] Ε16 : (φυσ.) που εκπέμπει ραδιενέργεια: Ραδιενεργά στοιχεία. Tα γνωστότερα ραδιενεργά στοιχεία είναι το ράδιο, το ουράνιο, το ακτίνιο και το θόριο. Ραδιενεργές ουσίες. Ραδιενεργό νερό / σώμα. Ραδιενεργά κατάλοιπα. Ραδιενεργό ισότοπο, ραδιοϊσότοπο. Ραδιενεργές πηγές, των οποίων το νερό είναι ραδιενεργό. Ραδιενεργό νέφος, που σχηματίζεται από ραδιενεργά στοιχεία.

[λόγ. ραδιενέργ(εια) -ός (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. radioactif & αγγλ. radio active]

ραδίκι το [raδíki] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : κοινή ονομασία για ορισμένα είδη χόρτων, συνήθ. αυτοφυών, που τα βράζουμε και τα τρώμε σαλάτα: Πικρά / άγρια / ήμερα ραδίκια. Ραδίκια του βουνού.

[μσν. ραδίκι < ιταλ. αρσ. radicchio, πληθ. radicchi που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

ραδικοβλάσταρο το [raδikovlástaro] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : οι τρυφεροί βλαστοί καλλιεργημένων ραδικιών.

[ραδίκ(ι) -ο- + βλαστάρ(ι) -ο]

ραδικόζουμο το [raδikózumo] Ο41 : ζουμί από βρασμένα ραδίκια.

[ραδίκ(ι) -ο- + ζουμ(ί) -ο]

ραδινός -ή -ό [raδinós] Ε1 : λεπτός και ευλύγιστος, λεπτοκαμωμένος και χαριτωμένος.

[λόγ. < αρχ. ῥαδινός]

ράδιο 1 το [ráδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Στα 1895 το ζεύγος Kιουρί ανακάλυψε το ~. Iσότοπα του ραδίου. Ποσότητα ραδίου.

[λόγ. < νλατ. rad(ium) (στη νέα σημ.) -ιον < λατ. radi(us) `ακτίνα΄ -um]

ράδιο 2 το : ραδιόφωνο. α. (οικ.) δέκτης ραδιοφώνου. ΦΡ ~ αρβύλα*. β. πομπός και δέκτης, ραδιοτηλέφωνο πλοίου.

[λόγ. < γαλλ. radio (ορθογρ. δαν. και παρετυμ. ράδιο 1) < λατ. radius `ακτίνα΄]

ραδιο- 1 [raδio] & ραδιό- [raδió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ραδι- [raδi], σε μερικές περιπτώσεις όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία: ~ηλεκτρικός, ~τεχνία· ~αστρονομία, ~τηλεσκόπιο· ~θεραπεία, ~σκόπηση. || στην ακτινοβολία γενικότερα: ραδιαισθησία. || ραδιενέργεια. || στην ασύρματη επικοινωνία: ~τηλέγραφος, ραδιόφωνο. 2. στη ραδιοφωνία: ~πειρατής, ~τηλεόραση, ~τηλεοπτικός. || σε σύνθετα παρατακτικά ουσιαστικά δηλώνει συσκευή που αποτελεί συνδυασμό ραδιοφώνου και αυτού που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~ενισχυτής, ~κασετόφωνο, ~μαγνητόφωνο, ~πικάπ.

[λόγ. < διεθ. radi(o)- (< λατ. radius `ακτίνα΄) ως α' συνθ.: ραδιο-φωνία < γαλλ. radiophonie, ραδι-ενέργεια < γαλλ. radioactivité & αγγλ. radioactivity]

ραδιο- 2 [raδio] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στη ραδιενέργεια. 1. (χημ.) με β' συνθετικό χημικό στοιχείο δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του: ~άνθρακας, ~ϊώδιο, ~κοβάλτιο, ~νάτριο. 2. (επιστ.) δηλώνει κλάδο της επιστήμης που αναφέρεται ως β' συνθετικό και που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας σ΄ αυτήν: ~βιολογία, ~γενετική, ~χημεία.

[λόγ. < διεθ. radio- = ραδιο- 11 (δες στο ραδιο-1) ως α' συνθ.: ραδιο-λογία < γαλλ. radiologie]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες