Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 718 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραβδιστήρι το [ravδistíri] Ο44 & ραβδιστήρα η [ravδistíra] Ο25α : μακρύ ραβδί με το οποίο ραβδίζουν τα δέντρα. || ραβδί, ράβδος (για δαρμό).
[ραβδισ- (ραβδίζω) -τήρι· ραβδιστήρ(ι) μεγεθ. -α]
- ραβδιστής ο [ravδistís] Ο9 : (λαϊκότρ.) ο εργάτης γης που ραβδίζει τα δέντρα για να πέσουν κάτω οι καρποί τους: Οι ραβδιστάδες κι οι μαζώχτρες γυρνούσαν από τους ελαιώνες.
[ελνστ. ῥαβδιστής]
- ράβδος η [rávδos] Ο35 : 1.(λόγ.) μακρύ και συνήθ. κυλινδρικό ξύλο (ή σίδερο κτλ.) που το κρατά κανείς στο χέρι του για στήριγμα ή πρόχειρο όπλο ή για οποιαδήποτε άλλη χρήση· (πρβ. ραβδί, μπαστούνι, μαγκού ρα): Aστυνομική ~, κλομπ. || (ως διακριτικό αξιώματος): Ποιμαντορική / ποιμαντική ~ (ανώτατου κληρικού), πατερίτσα2. Στραταρχική ~. ΦΡ όπου δεν πέφτει / πίπτει λόγος πέφτει / πίπτει ~, αυτός που δε συνετίζεται με λόγια πρέπει να τιμωρείται με ξυλοδαρμό. ~ εν γωνία, άρα* βρέχει. η αγία ~, με την οποία δέρνουν κπ. για να τον σωφρονίσουν, και με επέκταση, ο ξυλοδαρμός. 2. ράβδος από κατεργασμένο μέταλλο, με μεγάλο μήκος και διατομή σε ποικίλα σχήματα, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται: Tριγωνική ~. Ράβδοι χάλυβος / αλουμινίου· (πρβ. προφίλII). || ~ χρυσού, χρυσός σε ορισμένο (επίμηκες) σχήμα και βάρος.
[λόγ. < αρχ. ῥάβδος]
- ραβδοσκοπία η [ravδoskopía] Ο25 : παλιά εμπειρική μέθοδος για την ανίχνευση υπόγειου κοιτάσματος νερού ή μεταλλεύματος, με τη βοήθεια ειδικής ράβδου ή εκκρεμούς.
[λόγ. ραβδοσκόπ(ος) -ία]
- ραβδοσκοπικός -ή -ό [ravδoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ραβδοσκοπία, που αναφέρεται σ΄ αυτήν.
[λόγ. ραβδοσκοπ(ία) -ικός]
- ραβδοσκόπος ο [ravδoskópos] Ο18 : αυτός που, με τη βοήθεια ειδικής ράβδου ή εκκρεμούς, ανιχνεύει υπόγειο κοίτασμα νερού ή μεταλλεύματος.
[λόγ. ράβδ(ος) -ο- + -σκόπος]
- ραβδούχος ο [ravδúxos] Ο18 : αυτός που κρατά ράβδο: Ραβδούχοι συνόδευαν τον άρχοντα. || (ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης.
[λόγ. < αρχ. ῥαβδοῦχος]
- ράβδωση η [rávδosi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : παράλληλες γραμμικές προεξοχές ή εσοχές στην επιφάνεια σώματος· (πρβ. αυλάκωση, γλυφή): Οι ραβδώσεις ενός αρχαίου κίονα. || παράλληλες γραμμές που σχηματίζονται από τη διαφορά χρώματος ή απόχρωσης πάνω σε μια επιφάνεια (ύφασμα, τοίχο κτλ.).
[λόγ. < αρχ. ῥάβδω(σις) -ση]
- ραβδωτός -ή -ό [ravδotós] Ε1 : που στην επιφάνειά του έχει ραβδώσεις: ~ κίονας. Ραβδωτή επιφάνεια.
[λόγ. < αρχ. ῥαβδωτός]
- ραβί ο [raví] Ο (άκλ.) : εβραϊκός τίτλος και προσφώνηση εκείνου που διδάσκει και ερμηνεύει το μωσαϊκό νόμο: Στο Kατά Λουκάν Ευαγγέλιο, ο Xριστός δεν προσφωνείται με το εβραϊκό «ραβί» αλλά με την ελληνική του απόδοση «δάσκαλε».
[λόγ. < ελνστ. ῥαββί < εβρ. rabbī `αφέντη μου΄ (ορθογρ. απλοπ.)]



