Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρ
718 εγγραφές [151 - 160]
ραμποτέ το [raboté] Ο (άκλ.) : (τεχν.) τρόπος συναρμογής σανίδων που έχουν κατά το μήκος της μιας πλευράς τους αύλακα και κατά το μήκος της άλλης προεξοχή, ώστε να συναρμόζονται ευκολότερα και στερεότερα. || (ως επίθ.): Δάπεδο ~. Σανίδες ~.

[λόγ. < γαλλ. raboté]

ραμφίζω [ramfízo] Ρ2.1α : (για πουλιά) χτυπώ ή τσιμπώ με το ράμφος.

[λόγ. ράμφ(ος) -ίζω]

ράμφισμα το [rámfizma] Ο49 : η ενέργεια του ραμφίζω· χτύπημα ή τσίμπημα με το ράμφος.

[λόγ. ραμφισ- (ραμφίζω) -μα]

ραμφοειδής -ής -ές [ramfoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα ράμφους.

[λόγ. ράμφ(ος) -ο- + -ειδής]

ράμφος το [rámfos] Ο46 : α.το οξύ κεράτινο στόμα των πουλιών: Tο μακρύ ~ του πελαργού. Tο γαμψό και δυνατό ~ του αετού. Tα ρουθούνια στα πτηνά βρίσκονται συνήθως στη βάση του ράμφους. β. (μτφ., όταν περιγράφεται το σχήμα και τα μέρη ενός αντικειμένου) ό,τι προεξέχει προς τα εμπρός σαν ράμφος.

[λόγ. < αρχ. ῥάμφος]

ρανίδα η [raníδa] Ο26 : ελάχιστη σταγόνα, συνήθ. για το αίμα, στην έκφραση (ως την) τελευταία ~ του αίματος, για πολεμικό αγώνα μέχρις εσχάτων: Ορκίστηκε να χύσει και την τελευταία ~ του αίματός του στον αγώνα για την ελευθερία.

[λόγ. < αρχ. ῥανίς, αιτ. -ίδα]

ράντα 1 η [ránda] Ο25 : κεραία ιστιοφόρου πλοίου προσαρμοσμένη κάθετα και κατά το ένα άκρο της σε κατάρτι.

[ιταλ. randa]

ράντα 2 η : τιράντα.

[< τιράντα, όπου η αρχική συλλαβή θεωρήθηκε οριστικό άρθρο (τη)]

ράντα 3 η : ο δείκτης τιμών του χρηματιστηρίου.

[λόγ. < γαλλ. rent(e) `εισόδημα΄ ]

ραντάρ το [radár] Ο (άκλ.) : συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό της απόστασης αντικειμένων μη ορατών στον παρατηρητή: H οθόνη / η κεραία ενός ~. Iπτάμενο ~, αεροσκάφος εξοπλισμένο με πλήρες σύστημα ραντάρ.

[λόγ. < γαλλ. radar < αγγλ. radar (αρκτικόλ. ra(dio) d(etecting) a(nd) r(anging))]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες