Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροντάζ το [rodáz] Ο (άκλ.) : ροντάρισμα.
[λόγ. < γαλλ. rodage]
- ροντάρισμα το [rodárizma] Ο49 : το σύνολο των ενεργειών και διαδικασιών του ροντάρω: Kάνω ~, ροντάρω.
[ρονταρισ- (ροντάρω) -μα]
- ροντάρω [rodáro] -ομαι Ρ6 : βάζω σε κίνηση ένα καινούριο αυτοκίνητο ή μια καινούρια μηχανή, ακολουθώντας κάποιους περιορισμούς, ώστε τα επί μέρους τμήματά τους να λειτουργήσουν και να εναρμονιστούν όσο γίνεται καλύτερα.
[γαλλ. rod(er) -άρω ή μέσω του ιταλ. rodar(e) -ω]
- ροντέλο το [rondélo] Ο39 : ποίημα με δεκατρείς στίχους και δύο μόνο ομοιοκαταληξίες για όλους τους στίχους: ~ γαλλικού / ιταλικού τύπου.
[ιταλ. rondello]
- ροντέο το [rodéo] Ο (άκλ.) : είδος αγωνίσματος, κυρίως στην Aμερική, κατά το οποίο ο αναβάτης επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία του στο να ιππεύει άγρια άλογα ή ταύρους ή στο να τιθασεύει μια αγέλη.
[λόγ. < αγγλ. rodeo]