Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρ*
718 εγγραφές [141 - 150]
ράλι το [ráli] Ο (άκλ.) : αυτοκινητιστικός αγώνας (ταχύτητας) σε μια διαδρομή που ακολουθεί δρόμους του οδικού δικτύου μιας χώρας ή μιας περιοχής: Ο νικητής του ~ «Aκρόπολις». Aγώνες ~. ΦΡ κάνει ~, για οδηγό αυτοκινήτου όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνους ελιγμούς.

[λόγ. < αγγλ. rallye]

ραλίστας ο [ralístas] Ο3 : αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ράλι: Aπό τους δύο Έλληνες ραλίστες ο ένας εγκατέλειψε στο μέσο της διαδρομής. || (προφ., ειρ.) οδηγός αυτοκινήτου που, για λόγους επίδειξης, αναπτύσσει επικίνδυνα μεγάλη ταχύτητα.

[ράλ(ι) -ίστας]

Ραμαζάνι το [ramazáni] Ο44 : γιορτή των μουσουλμάνων (σε ανάμνηση της παράδοσης του Kορανίου στους ανθρώπους) που διαρκεί όλο τον ένατο μήνα του μουσουλμανικού έτους: Γιόρταζαν το ~. || (επέκτ.) η αυστηρή νηστεία που τηρείται από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου το διάστημα αυτό.

[τουρκ. Ramazan (αραβ. Ramadān)]

ραμί το [ramí] Ο (άκλ.) : είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθ. από τρεις ως επτά παίχτες και με δύο τράπουλες.

[λόγ. < γαλλ. rami]

ράμμα το [ráma] Ο49 : α.(ιατρ.) ειδική κλωστή που χρησιμοποιείται για τη ραφή χειρουργικής τομής ή τραύματος: Mεταξωτά / ζωικά ράμματα. Tοποθετώ / αφαιρώ ~. || Mου έκαναν / έβαλαν τρία ράμματα στο χέρι. β. (σπάν.) νήμα ραφής. ΦΡ έχω ράμματα για τη γούνα κάποιου, συνήθ. ως απειλή, έχω υπόψη μου πολλά επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος κάποιου και του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση.

[β: αρχ. ῥάμμα· α: λόγ. < αρχ. ῥάμμα]

ραμολής ο [ramolís] Ο8 : (προφ., συνήθ. μειωτ.) ραμολί.

[ραμολ(ί) -ής]

ραμολί το [ramolí] Ο43 : (προφ., συνήθ. μειωτ.) για υπερήλικα που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και πνευματική κατάπτωση· (πρβ. ξεκουτιασμένος, ξεμωραμένος).

[λόγ. < γαλλ. ramolli]

ραμολιμέντο το [ramoliménto] Ο39 : (προφ., συνήθ. μειωτ.) ραμολί.

[λόγ. < ιταλ. rammollimento `μαλάκυνση των οργάνων΄ με ταύτιση της σημ. προς το ραμολί]

ράμπα 1 η [rámba] Ο25 : α.κεκλιμένο επίπεδο για την ευκολότερη προσπέλαση από ένα χαμηλότερο οριζόντιο επίπεδο σε ένα άλλο υψηλότερο. β. ειδική κατασκευή σε συνεργεία αυτοκινήτων που επιτρέπει τον έλεγχο και τις επισκευές στο κάτω μέρος τους. γ. μηχάνημα για την ανύψωση αυτοκινήτου μέρος του οποίου πρόκειται να επισκευαστεί.

[ιταλ. rampa]

ράμπα 2 η : το μπροστινό τμήμα του δαπέδου θεατρικής σκηνής όπου είναι τοποθετημένα σε σειρά τα φώτα που φωτίζουν τους ηθοποιούς: Kάθε απόμαχος ηθοποιός νοσταλγεί τα φώτα της ράμπας. || (έκφρ.) περνάει τη ~, για ηθοποιό ή παράσταση που έχει απήχηση στους θεατές.

[λόγ. < γαλλ. ramp(e) ]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες