Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.181 εγγραφές [5101 - 5110]
πυροδιάσπαση η [piroδιáspasi] Ο33 : (χημ.) πυρόλυση.

[λόγ. πυρο- + διά σπα(σις) -ση]

πυροδότηση η [piroδótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυροδοτώ. 1α. μετάδοση της φωτιάς σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Σύστημα πυροδότησης. β. (αστροναυτ.) η έναρξη της χημικής αντίδρασης που παράγει τα αέρια τα οποία είναι απαραίτητα για την προώθηση του πυραύλου. 2. (μτφ. για ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες) πρόκληση: ~ της πολιτικής διαμάχης.

[λόγ. πυροδοτη- (πυροδοτώ) -σις > -ση]

πυροδοτικός -ή -ό [piroδotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πυροδότηση, τη μετάδοση της φωτιάς στην εκρηκτική ύλη: Ο ~ μηχανισμός. Πυροδοτι κή θρυαλλίδα.

[λόγ. πυροδοτ(ώ) -ικός]

πυροδοτώ [piroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταδίδω τη φωτιά σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Bόμβα που πυροδοτεί ται με ωρολογιακό μηχανισμό. β. (αστροναυτ.) προκαλώ πυροδότηση. 2. (μτφ.) προκαλώ ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες: H ομιλία του πρωθυπουργού πυροδότησε ποικίλες αντιδράσεις.

[λόγ. πυρο- + -δοτώ]

πυροηλεκτρισμός ο [piroilektrizmós] Ο17 : (φυσ.) η ανάπτυξη αντίθετων ηλεκτρικών φορτίων στα δύο άκρα ενός κρυστάλλου λόγω μεταβολής της θερμοκρασίας του.

[λόγ. < διεθ. pyro- = πυρο- + electricity = ηλεκτρισμός]

πυροκοκκινίζω [pirokokinízo] Ρ2.1α μππ. πυροκοκκινισμένος : (λογοτ.) κάνω κτ. κόκκινο ή γίνομαι κόκκινος σαν τη φωτιά.

[πυρ(ώνω) -ο- + κοκκινίζω]

πυροκροτητής ο [pirokrotitís] Ο7 : γενική ονομασία των πυροδοτικών μηχανισμών.

[λόγ. πυρο- + κροτη- (κροτώ) -τής μτφρδ. γαλλ. détonateur]

πυροκροτικός -ή -ό [pirokrotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πυροκροτη τή: Πυροκροτική ύλη, πυροδοτική.

[λόγ. πυροκροτητ(ής) -ικός με απλολ. [titik > tik] ]

πυρολάτρης ο [pirolátris] Ο10 θηλ. πυρολάτρισσα [pirolátrisa] Ο27 : οπαδός της πυρολατρίας.

[λόγ. < αγγλ. pyrolater < pyro- = πυρο- + -later = -λάτρης· λόγ. πυρολάτρ(ης) -ισσα]

πυρολατρία η [pirolatría] Ο25 : λατρεία της φωτιάς ως θεότητας.

[λόγ. < αγγλ. pyrolatry < pyro- = πυρο- + -latry = -λατρία]

< Προηγούμενο   1... 509 510 [511] 512 513 ...519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες