Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5.181 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγκάρι το [paŋgári] Ο44 : α.πάγκος για τη διάθεση κεριών, που βρίσκεται στην είσοδο των χριστιανικών ναών. β. (λαϊκότρ.) πάγκος εμπόρου (σε κατάστημα ή υπαίθριος).
[μσν. παγκάριον υποκορ. του πάγκ(ος) -άριον]
- πάγκοινος -η -ο [pánkinos & pán
inos] Ε5 : (λόγ.) κοινός σε όλους ή για όλους· κοινότατος: Πάγκοινες συνήθειες. H πάγκοινη μοίρα, ο θάνατος. Πάγκοινη λέξη, γνωστή, εύχρηστη κτλ. για όλους. παγκοίνως ΕΠIΡΡ σε όλους ή για όλους γενικώς: Είναι ~ γνωστό ότι ψεύδεται, όλος ο κόσμος, οι πάντες γνωρίζουν. Tα ~ αμφισβητούμενα κατορθώματά του, που αμφισβητούνται από όλους. [λόγ. < αρχ. πάγκοινος· λόγ. < ελνστ. παγκοίνως]
- πάγκος 1 ο [páŋgos] & μπάγκος ο [báŋgos] Ο18 : 1.επίμηκες τραπέζι ή άλλη παρόμοια κατασκευή για κάθε είδους χειρωνακτική εργασία: Ο ~ ενός τεχνίτη / του ξυλουργού / του ράφτη. Ξύλινος / μαρμάρινος / σιδερένιος ~. ~ κουζίνας. ~ ενός καταστήματος / πωλητή. Έστησαν τους πάγκους τους στην πλατεία και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. 2. κάθισμα για πολλά άτομα, που αποτελείται από μία επιμήκη οριζόντια σανίδα, συνήθ. χωρίς ράχη: Οι πάγκοι μιας αίθουσας αναμονής· (πρβ. παγκάκι). || (ειδικότ.) η οριζόντια σανίδα στην οποία κάθεται ο κωπηλάτης μιας βάρκας. ΦΡ κάθε κατεργάρης* στον πάγκο του.
[μσν. πάγκος, μπάγκος < ή ιταλ. banco -ς < παλ. γερμ. Bank `κορμός κομμένος στο μήκος, τραπέζι΄ (και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα) ή παλ. ιταλ. *panco < panca < γερμ. panca (τύπος άλλης διαλέκτου των παλ. γερμ.) (και ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]
- πάγκος 2 ο : (ναυτ., λαϊκότρ.) αμμώδης ή βραχώδης ανύψωση του βυθού της θάλασσας τόσο, ώστε να μη φαίνεται αλλά και να μην επιτρέπει την πλεύση σκάφους· (πρβ. σύρτη): Πού ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι, όλα τα ήξερε.
[ιταλ. banco -ς (δες πάγκος 1, δεύτερη σημ. της ιταλ. λ.)]
- παγκόσμιος -α -ο [paŋgózmios] Ε6 : I.που αναφέρεται σε όλον τον κόσμο, στο σύνολο (ή στο μεγαλύτερο μέρος) των χωρών και των λαών της γης: Παγκόσμια γεωγραφία / ιστορία. Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας. Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια. || Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, του 1914-18 και 1939-45, στους οποίους συμμετείχαν τα περισσότερα κράτη της γης. H απειλή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου / μιας παγκόσμιας σύρραξης. || που υπάρχει, γίνεται κτλ. σε όλο τον κόσμο: Tο πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, ούτε ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Γεγονότα με παγκόσμια σημασία. Παγκόσμια Οργάνωση Yγείας. Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία. Παγκόσμια ειρήνη. Kαλλιτέχνης με παγκόσμια φήμη / ακτινοβολία· (πρβ. διεθνής). || Παγκόσμιο ρεκόρ. Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου / πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, στο οποίο συμμετέχουν όλες (σχεδόν) οι χώρες του κόσμου. (επιρρ. έκφρ.) σε παγκόσμια κλίμακα, σε όλο τον κόσμο. II. που αναφέρεται σε όλο τον κόσμο, στο σύμπαν: Παγκόσμια έλξη, η αμοιβαία έλξη μεταξύ των ουράνιων σωμάτων. Παγκόσμια αρμονία.
παγκοσμίως & παγκόσμια ΕΠIΡΡ στη σημ. I σε όλο τον κόσμο, σε όλη τη γη ή σε όλους τους ανθρώπους: Έγινε ~ γνωστός· (πρβ. διεθνώς). [λόγ.: Ι: αρχ. παγκόσμιος· ΙI: σημδ. κατά το γαλλ. univers `σύμπαν΄· λόγ. < ελνστ. παγκοσμίως]
- παγκοσμιότητα η [paŋgozmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του παγκόσμιου, εκείνου που υπάρχει, γίνεται κτλ. σε όλον τον κόσμο· (πρβ. οικουμενικότητα): H ~ ενός προβλήματος / ενός φαινομένου.
[λόγ. παγκόσμι(ος) -ότης > -ότητα]
- παγκράτιο το [paŋgrátio] Ο40 : αθλητικό αγώνισμα των αρχαίων Ελλήνων, συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας.
[λόγ. < αρχ. παγκράτιον]
- πάγκρεας το [páŋgreas] Ο γεν. παγκρέατος (χωρίς πληθ.) : (ανατ.) αδένας του οργανισμού του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τη σπονδυλική στήλη και που λειτουργεί ως ενδοκρινής και ως εξωκρινής.
[λόγ. < αρχ. πάγκρεας]
- παγκρεατικός -ή -ό [paŋgreatikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει, που αναφέρεται στο πάγκρεας ή προέρχεται από αυτό: Παγκρεατική αρτηρία. Παγκρεατική ανεπάρκεια. Παγκρεατικό υγρό. Παγκρεατική ενδοκρινής και εξωκρινής δράση. Παγκρεατικές εκκρίσεις.
[λόγ. < γαλλ. pancréatique < αρχ. παγκρεατ- (δες πάγκρεας) -ique = -ικός]
- παγκρεατίτιδα η [paŋgreatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του παγκρέατος: Οξεία αιμορραγική ~. Xρόνια ~.
[λόγ. < γαλλ. pancréatite < αρχ. παγκρεατ- (δες πάγκρεας) -ite = -ίτις > -ίτιδα]



