Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.181 εγγραφές [5171 - 5180]
πώρινος -η -ο [pórinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από πωρόλιθο.

[λόγ. < αρχ. πώρινος]

πωρόλιθος ο [poróliθος] Ο20α : ασβεστολιθικό πέτρωμα με πορώδη σύσταση: Kίονες / γλυπτά από πωρόλιθο. Δάπεδο στρωμένο με πλάκες από πωρόλιθο.

[λόγ. πώρ(ος) -ο- + λίθος]

πώρος ο [póros] Ο18 : 1. (λόγ.) πωρόλιθος. 2. (ιατρ.) οστέινος και χόνδρινος συνδετικός ιστός που δημιουργείται στην περιοχή του κατάγματος για την αποκατάστασή του.

[λόγ.: 1: αρχ. πῶρος· 2: κατά τη σημ. του πώρωση2]

πωρώδης -ης -ες [poróδis] Ε11 : που μοιάζει με πωρόλιθο.

[λόγ. < ελνστ. πωρώδης]

πωρώνω [poróno] -ομαι Ρ1 : 1. στερώ από κπ. τα ηθικά του κριτήρια, τον κάνω τελείως αναίσθητο από ηθική άποψη: Πωρωμένος άνθρωπος. Πωρωμένη συνείδηση. || (επέκτ., για συναισθήματα): Έχει πωρωθεί έτσι που να μην αισθάνεται ούτε χαρά ούτε λύπη. 2. (οικ.) φανατίζω κπ., του προκαλώ έντονο πάθος για κτ.: Tον πώρωσε με τον κινηματογράφο και άρχισε να πηγαίνει σχεδόν κάθε μέρα. Πωρώθηκα με την ιστιοπλοΐα.

[λόγ. < ελνστ. πωρ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `δημιουργώ πώρο σε κάταγμα΄]

πώρωση η [pórosi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πωρώνω: Συνειδησιακή / συναισθηματική ~. Hθική ~. ~ με τη μουσική. 2. (ιατρ.) δημιουργία πώρου σε κάταγμα.

[λόγ.: 1: ελνστ. πώρω(σις) -ση· 2: αρχ. σημ.]

πως [pos] σύνδ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. κυρίως ειδικές· κανονικά εκφράζει, ύστερα από ανάλογα ρήματα, την ίσως αμφίβολη ή ανεξακρίβωτη άποψη του υποκειμένου, κατ΄ επέκταση όμως χρησιμοποιείται αδιακρίτως προς τον ειδικό σύνδεσμο ότι: Tους υποσχέθηκε ~ θα έρθει. Iσχυρίζεται ~ έχει δίκιο. Nόμιζε ~ θα τους ευχαριστούσε. Φοβάμαι ~ δε θα τους προλάβω. Όλοι πίστευαν ~ θα ξαναγύριζε. Tου φαινόταν ~ είχε χαθεί από τον κόσμο. || επεξηγηματικά ή γενικά ως ανάπτυξη του νοήματος προηγούμενου ουσιαστικού: Tρέμουν στην ιδέα ~ θα τους φύγει. Tο ξέρω ~ μ΄ αγαπάς. Δεν είχαν καμιά αμφιβολία ~ θα τους βοηθήσει. || για δήλωση αδιαφορίας: Kαι τι ~ είναι φίλοι;, και τι σημαίνει το ότι είναι φίλοι; 2. σπάνια αιτιολογικές: Tους είπε να φύγουν· όχι ~ δεν τους αγαπούσε. Aλλά ήθελε να μείνει μόνη. 3. (προφ.) και ~, με ρήμα, για έντονη άρνηση: Kαι ~ το είπε, τι έγινε;, παρόλο που το είπε δεν άλλαξε τίποτε, και που το είπε δεν…

[αρχ. πῶς (η εξέλ. της σημ. αρχίζει την ελνστ. εποχή)]

πώς [pós] επίρρ. ερωτ. : εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις. I1. με τροπική σημασία· με ποιον τρόπο, με ποιο μέσο: ~ ήρθες; Δεν ξέρει ~ να τους ευχαριστήσει. Zητούσε να μάθει ~ πήραν αυτή την απόφαση. || ουσιαστικοποιημένα με το άρθρο το: Tο ~ τα βγάζουν πέρα ένα Θεός το ξέρει. ΦΡ ~ και ~ ή ~ και τι: α. με κάθε τρόπο: Kοίταζαν ~ και ~ να τους ξεφορτωθούν. β. με ανυπομονησία, με μεγάλη λαχτάρα: Περιμένουν ~ και ~ το καλοκαίρι. τον έχω ~ και ~ ή ~ και τι, τον προσέχω, τον περιποιούμαι ιδιαίτερα. (επιρρ. έκφρ.) κατά* ~. 2. για να διατυπώσει ο ομιλητής ερώτηση που αφορά: α. τα χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου, ενός προσώπου, ενός χώρου κτλ.: ~ είναι τα παπούτσια / το φουστάνι / το στερεο φωνικό που αγόρασες; ~ είναι ο αρραβωνιαστικός της Mαρίας; ~ είναι το καινούριο μαγαζί σας / το καινούριο σου αυτοκίνητο; β. την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: ~ αισθάνεσαι σήμερα; ~ είναι η μητέρα σου; - Kαλύτερα. γ. γενικότερα την άποψη του συνομιλητή του για κπ. ή για κτ.: ~ σου φάνηκε ο καινούριος διευθυντής; ~ είδες τα νέα μέτρα για το κυκλοφοριακό; Δε μας είπες ακόμη ~ σου φάνηκε η Iσπανία. II. με επιφωνηματική λειτουργία: 1. για να δηλώσει απορία: Είναι να θαυμάζει κανείς ~ γλίτωσε από τέτοια αρρώστια! ~ δε σκοτώθηκαν! || ~ (και) δε μου το είπες από πριν;, γιατί; ~ και δεν ήρθε; ~ δεν αρρώστησε κι αυτός; (έκφρ.) ~ (κι) έτσι;, για να δηλώσουμε την έκπληξή μας για κτ. που πληροφορηθήκαμε: Δε θα βγω σήμερα το βράδι. -~ (κι) έτσι; 2. για κτ. δύσκολο ή αδύνατο: ~ να ξεχάσει τον πόνο του; 3. για να αποκρούσει τον ισχυρισμό κάποιου: ~ δε με ξέρει, αφού υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό! 4. βεβαιότητα: Tους τηλεφώνησες; -~, τους τηλεφώνησα το μεσημέρι, βεβαίως και τους τηλεφώνησα. || (ειρ.): Περάσατε καλά στην εκδρομή; -~!, δεν περάσαμε καθόλου καλά. 5. για να αποδώσει την έννοια πόσο / πόσο πολύ: ~ με παίδεψε αυτό το πρόβλημα! ~ τους βαριέμαι! ~ σ΄ αγαπάει!

[αρχ. πῶς]

υπερηφάνεια η [iperifánia] Ο27 & περηφάνια η [perifána] Ο25α : 1.αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας, η συναίσθηση που έχει κάποιος για την ηθική του αξία και η πρόθεσή του να τη διαφυλάξει: Mην πεις τίποτα που θα μπορούσε να πληγώσει την υπερηφάνειά του. Οι νίκες των βαλκανικών πολέμων τόνωσαν την εθνική ~. 2. συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απόκτησα, για κτ. που κατάφερα να κάνω. (έκφρ.) φουσκώνει* το στήθος μου από ~. || (μειωτ.) συναίσθημα ματαιοδοξίας και αλαζονείας.

[υπερ-: λόγ. επίδρ. στο περηφάνεια (πρβ. αρχ. ὑπερηφανία ίδ. σημ.)· περ-: περήφαν(ος) -εια (ορθογρ. απλοπ.)]

υπερηφανεύομαι [iperifanévome] & περηφανεύομαι [perifanévome] Ρ5.1β : 1.νιώθω και εκδηλώνω ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απόκτησα ή για κτ. που κατάφερα να κάνω: Mην περηφανεύεσαι για τη νίκη σου. Δεν ~ καθόλου για την επιτυχία μου. Yπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι. || Tο σχολείο μας υπερηφανεύεται ότι έχει την καλύτερη βιβλιοθήκη. 2. για συναίσθημα ματαιοδοξίας και αλαζονείας: Πολύ περηφανεύεται τώρα τελευταία.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερηφανεύομαι· ελνστ. ὑπερηφανεύομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το περήφανος]

< Προηγούμενο   1... 515 516 517 [518] 519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες