Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.181 εγγραφές [5151 - 5160]
πυρφόρος -α / -ος -ο [pirfóros] Ε14 : (λόγ.) που έχει και μεταφέρει φωτιά: Πυρφόρα βέλη. Ο Προμηθέας Πυρφόρος.

[λόγ. < αρχ. πυρφόρος]

πύρωμα το [píroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυρώνω.

[ελνστ. πύρωμα]

πυρώνω [piróno] -ομαι Ρ1 : 1α. ζεσταίνω κτ. ιδίως στη φωτιά: ~ τα χέρια / τα πόδια μου. || γίνομαι πολύ ζεστός και εκπέμπω θερμότητα: Πύρωσε το σίδερο. || (επέκτ.): Πυρώνει η άσφαλτος. Ο ήλιος πυρώνει την άμμο το καλοκαίρι. β. πυρακτώνω: Tον εσημάδεψαν με πυρωμένο σίδερο. 2. (λογοτ.) συνήθ. για συναίσθημα που γίνεται πιο έντονο: Πύρωνε μέσα τους ο πόθος της λευτεριάς.

[μσν. πυρώνω < αρχ. πυρ(ῶ) -ώνω]

πύρωση η [pírosi] Ο33 : (λόγ.) 1α. το πύρωμα. β. (τεχνολ.) θέρμανση πυρίμαχου υλικού σε θερμοκρασία υψηλή αλλά κατώτερη του σημείου τήξης: Aπλή / οξειδωτική ~. 2. (ιατρ.) το αίσθημα καψίματος, ιδίως στο στομάχι, που οφείλεται σε αυξημένη έκκριση γαστρικού υγρού· καούρα.

[λόγ. < ελνστ. πύρω(σις) -ση]

πυτιά η [pitxá] Ο24 : μαγιά, φυσική ή τεχνητή, που βάζουν στο γάλα για να πήξει, να γίνει τυρί ή γιαούρτι.

[αρχ. πυτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

πυτιάζω [pitxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) βάζω στο γάλα πυτιά για να πήξει.

[πυτ(ιά) -ιάζω]

πυώδης -ης -ες [pióδis] Ε11 : (ιατρ.) που έχει ή που δημιουργεί πύον: ~ φλεγ μονή / εστία. Πυώδεις αμυγδαλές. Πυώδη ούρα.

[λόγ. < αρχ. πυώδης]

πφένιχ το [pfénix] Ο (άκλ.) : νομισματική μονάδα που αντιστοιχεί με το ένα εκατοστό του γερμανικού μάρκου.

[λόγ. < γερμ. Ρfennig]

πώγωνας ο [póγonas] Ο5 : (λόγ.) το γένι και με επέκταση το πιγούνι.

[λόγ. < αρχ. πώγων, αιτ. -ωνα `γένι΄]

πωγωνοφόρος -α -ο [poγonofóros] Ε4 : 1. (λόγ.) γενειοφόρος. 2. (ζωολ., ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα, θαλάσσιοι, ασπόνδυλοι οργανισμοί που χαρακτηρίζονται από τις κεραίες τους στο μπροστινό άκρο του σώματος.

[λόγ. < αρχ. πωγωνοφόρος]

< Προηγούμενο   1... 514 515 [516] 517 518 519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες