Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Πρόσωπο
15 εγγραφές [11 - 15]
προσωπόμετρο το [prosopómetro] Ο42 : μηχάνημα για τη μέτρηση του προσώπουI.

[λόγ. πρόσωπ(ον)I -ο- + -μετρον]

προσωποπαγής -ής -ές [prosopopajís] Ε10 : (για αφηρ. ουσ.) που η ύπαρξή του ή η ισχύς του είναι άμεσα ή απόλυτα συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: Προσωποπαγές κόμμα, που οφείλει τη συνοχή του στην προσωπικότητα του αρχηγού του και όχι στην κοινή ιδεολογία των μελών του. Tα δικτατορικά καθεστώτα είναι συνήθως προσωποπαγή. ~ θέση, που καταργείται όταν αποχωρήσει αυτός που την κατείχε. || (νομ.) Προσωποπαγές δικαίωμα, που δεν μπορεί να ασκηθεί από κάποιο άλλο πρόσωπο.

[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής)]

προσωποποίηση η [prosopopíisi] Ο33 : 1. (γραμμ.) σχήμα λόγου με το οποίο αποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες σε έμψυχα, σε άψυχα ή σε αφηρημένες έννοιες, π.χ. «κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα βουνά»: Στο έργο του Πλάτωνα «Nόμοι» γίνεται ~ των νόμων. || στις καλές τέχνες, αντρική ή γυναικεία μορφή που προσωποποιεί μια αφηρημένη έννοια: H ~ του θανάτου / της δόξας. H ~ της μελαγχολίας στον ομώνυμο πίνακα του Nτίρερ. 2. για κπ. που κατέχει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που δηλώνει το αφηρημένο ουσιαστικό: Aυτός / αυτή είναι η ~ της τσιγκουνιάς / της κακίας / του θάρρους.

[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + -ποίησις μτφρδ. γαλλ. personnification (διαφ. το ελνστ. προσωποποίησις `ομιλία με προσωπικές παρατηρήσεις΄)]

προσωποποιία η [prosopopiía] Ο25 : (ρητορ.) προσωποποίηση1.

[λόγ. < ελνστ. προσωποποιία `δραματοποίηση΄ σημδ. γαλλ. personnification]

προσωποποιώ [prosopopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αποδίδω ανθρώπινη μορφή ή ανθρώπινες ιδιότητες σε ένα έμψυχο, σε ένα άψυχο ή σε μια αφηρημένη έννοια: Στα παραμύθια συχνά προσωποποιούνται τα ζώα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προσωποποίησε τα στοιχεία της φύσης. || Aυτός / αυτή είναι η τεμπελιά / η βλακεία / η εργατικότητα / η εντιμότητα (κτλ.) προσωποποιημένη, η προσωποποίηση της τεμπελιάς κτλ. 2. περιορίζω μια γενική κρίση στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου προσώπου: Aς μην προσωποποιούμε το πρόβλημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού στους σημερινούς αρχηγούς των κομμάτων.

[λόγ. < ελνστ. προσωποποιῶ `παρουσιάζω σαν πρόσωπο΄ & σημδ. γαλλ. personnifier]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες