Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 294 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσμονή η [prozmoní] Ο29α : (λογοτ.) αναμονή, με υπομονή και ελπίδα, για κτ. καλό, επιθυμητό: Zει με την ~ να ξαναδεί το γιο της.
[προσ(μένω) -μονή κατά το σχ.: παραμένω - παραμονή]
- προσνήωση η [prosníosi] Ο33 : (αεροναυτ.) η κάθοδος αεροσκάφους στο κατάστρωμα αεροπλανοφόρου πλοίου. ANT απονήωση.
[λόγ. προς- νη- (δες ναυς) -ωσις > ωση κατά το προσγείωσις]
- πρόσοδος η [prósoδos] Ο36 : (οικον.) εισόδημα που προέρχεται από ακίνητη περιουσία ή από κινητές αξίες και με επέκταση, εισόδημα από κάθε πηγή: Έγγειος ~. Ετήσια / ισόβια ~. Φόρος καθαράς προσόδου.
[λόγ. < αρχ. πρόσοδος]
- προσοδοφόρος -ος / -α -ο [prosoδofóros] Ε14 : που φέρνει προσόδους, και με επέκταση, που δίνει καλό εισόδημα, πολλά κέρδη: Aσχολείται με προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Tο επάγγελμά του είναι πολύ προσοδοφόρο.
[λόγ. πρόσοδ(ος) -ο- + -φόρος]
- προσοικειώνω [prosikióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) κάνω κπ. οικείο με κπ. ή με κτ. άλλο, τον κάνω να το(ν) γνωρίσει καλά· συνηθίζω κπ. σε κτ.· εξοικειώνω.
[λόγ. < ελνστ. προσοικει(ῶ) -ώνω]
- προσοικείωση η [prosikíosi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσοικειώνω· εξοικείωση.
[λόγ. < ελνστ. προσοικείω(σις) -ση]
- προσολωμικός -ή -ό [prosolomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως την επτανησιακή, πριν από το Διονύσιο Σολωμό: Προσολωμική ποίηση. Προσολωμικοί ποιητές. || (ως ουσ.) οι προσολωμικοί, οι προσολωμικοί ποιητές.
[λόγ. προ- σολωμικός]
- προσομοιάζω [prosomiázo] -ομαι Ρ2.1 : είμαι παρόμοιος με κπ. ή με κτ.
[λόγ. < ελνστ. προσομοιάζω]
- προσόμοιος -α -ο [prosómios] Ε6 : α. που μοιάζει με κπ. ή με κτ., που είναι παρόμοιος. β. (ως ουσ., εκκλ.) τα προσόμοια, τροπάρια που μοιάζουν μεταξύ τους ως προς το ρυθμό και το μέλος και που έχουν ως κοινό πρό τυ πο άλλα παλαιότερα και γνωστότερα.
[λόγ.: α: αρχ. προσόμοιος· β: μσν. σημ.]
- προσομοίωση η [prosomíosi] Ο33 : η ενέργεια του προσομοιάζω. || αναπαράσταση (με τη βοήθεια συνήθ. ηλεκτρονικών υπολογιστών) της λειτουργίας ενός συστήματος ή ενός φαινομένου πολιτικού, οικονομικού κτλ., με σκοπό την πληρέστερη μελέτη του.
[λόγ. προσομοιω(τής) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. simulation]



