Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
294 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσφυγόπουλο το [prosfiγópulo] Ο41 : αγόρι που ζει ως πρόσφυγας ή που είναι γιος προσφυγικής οικογένειας. || (πληθ.) για παιδιά ανεξαρτήτως φύλου που ζουν ως πρόσφυγες.
[πρόσφυγ(ας) -όπουλο]
- πρόσφυμα το [prósfima] Ο49 : (γλωσσ.) παράθημα.
[λόγ. < ελνστ. πρόσφυμα `εκβλάστημα΄ σημδ. νλατ. affixum]
- προσφύομαι [prosfíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. που εφάπτεται απόλυτα σε κτ. άλλο, που έχει πρόσφυση σε κτ.
[λόγ. < αρχ. προσφύω μέσο κατά το φύομαι]
- πρόσφυση η [prósfisi] Ο33 : α. (φυσ.) δύναμη που δρα στην επιφάνεια δύο υγρών ή στερεών σωμάτων και τα κρατάει ενωμένα. β. (μηχ.) η ικανότητα ενός οχήματος να κρατάει την επιθυμητή επαφή με το έδαφος και να μην εκτρέπεται.
[λόγ.: α: αρχ. πρόσφυ(σις) -ση· β: σημδ. γαλλ. adhérence]
- προσφώνηση η [prosfónisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του προσφωνώ: Θα γίνει ~ του πρωθυπουργού από το δήμαρχο. || σύντομος χαιρετιστήριος λόγος: H τελετή άρχισε με την ~ του δημάρχου και ακολούθησε η αντιφώνηση του πρωθυπουργού. 2. λέξη (τίτλος ή άλλη ονομασία) με την οποία απευθύνουμε το λόγο σε κπ., όπως π.χ. κύριε, εξοχότατε, σεβασμιότατε, συνάδελφε κτλ.
[λόγ. < ελνστ. προσφώνη(σις) -ση]
- προσφωνώ [prosfonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. απευθύνω σε κπ. σύντομο χαιρετιστήριο λόγο, κατά τη διάρκεια τελετής, συγκέντρωσης κτλ.: Tον επίσημο προσκεκλημένο προσφώνησε στο αεροδρόμιο ο υπουργός των Εσωτερικών. 2. απευθύνω το λόγο σε κπ., χρησιμοποιώντας μια τυποποιημένη έκφραση: Πώς προσφωνούμε έναν ανώτατο κληρικό / έναν υπουργό; Tους ευγενείς τούς προσφωνούσαν με τον τίτλο τους.
[λόγ. < αρχ. προσφωνῶ]
- πρόσχαρος -η -ο [prósxaros] Ε5 : 1α. για κπ. που έχει καλή, χαρούμενη διάθεση: Είναι πολύ ~ άνθρωπος, δεν τον βλέπεις ποτέ κακόκεφο. β. για κτ. που εκδηλώνει χαρά, ευχαρίστηση: Έχει πρόσχαρο πρόσωπο. 2. για κτ. που δημιουργεί ευχάριστη διάθεση: Πρόσχαρο δωμάτιο, με φωτει νά χρώματα και με χαριτωμένα σχέδια στους τοίχους.
πρόσχαρα ΕΠIΡΡ. [μσν. πρόσχαρος < ελνστ. προσχαρ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. του τόνου κατά τα σύνθετα]
- προσχεδιάζω [prosxeδiázo] -ομαι Ρ2.1 : σχεδιάζω κτ., το μελετώ, το καταστρώνω από πριν, συνήθ. για ενέργεια που προετοιμάζεται ύπουλα: Tο έγκλημα το είχε προσχεδιάσει, δεν έγινε σε βρασμό ψυχής. Tα έκτροπα κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου είχαν προσχεδιαστεί / ήταν προσχεδιασμένα.
[λόγ. < μσν. προσχεδιάζω < προ- σχεδιάζω]
- προσχεδίασμα το [prosxeδíazma] Ο49 : προσχέδιο2.
[λόγ. προσχεδιασ- (προσχεδιάζω) -μα]