Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 294 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσπέφτω [prospéfto] Ρ αόρ. πρόσπεσα, απαρέμφ. προσπέσει : πέφτω γονατιστός στα πόδια κάποιου και τον ικετεύω ταπεινά να με συγχωρήσει ή να με βοηθήσει, και με επέκταση, ικετεύω κπ. με τρόπο που δείχνει απέραντο σεβασμό στο κύρος και στην ισχύ του.
[μσν. προσπέφτω < αρχ. προσπίπτω μεταπλ. κατά το πίπτω > πέφτω]
- προσπίπτω [prospípto] Ρ αόρ. προσέπεσα, απαρέμφ. προσπέσει : (λόγ.) προσπέφτω.
[λόγ. < αρχ. προσπίπτω]
- προσποίηση η [prospíisi] Ο33 : α. συμπεριφορά με την οποία προσπαθεί κάποιος να παρουσιάσει μια πλαστή εικόνα του εαυτού του, να αποκρύψει τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του. || τρόπος συμπεριφοράς ή έκφρασης, που χαρακτηρίζεται από τόσο υπερβολική λεπτότητα, ευγένεια κτλ., ώστε να καταντά ψεύτικος, πλαστός: Είναι όλο ~, επιτήδευση. β. (αθλ.) σε ομαδικά αθλήματα, ενέργεια ενός παίκτη που αποβλέπει στην εξαπάτηση του αντιπάλου όσον αφορά τις προθέσεις του: Tην τελευταία στιγμή έκανε ~ και έβαλε το καλάθι.
[λόγ. < ελνστ. προσποίη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `αξίωση΄]
- προσποιητός -ή -ό [prospiitós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η προσποίηση, που δεν εκφράζει αληθινά συναισθήματα ή πραγματικές προθέσεις: Θέλησε να με συγκινήσει με προσποιητά κλάματα. Tο ενδιαφέρον του δεν είναι προσποιητό, είναι γνήσιο. || για έκφραση ή για τρόπους που τους χαρακτηρίζει η επιτήδευση, που είναι αποτέλεσμα υπερβολής, στην προσπάθεια μίμησης κάποιου προτύπου: Προφέρει τις ξένες γλώσσες με πο λύ προσποιητή προφορά. Xαιρετήθηκαν με προσποιητή ευγένεια. Tο παίξιμο αυτού του ηθοποιού είναι φυσικό, δεν είναι καθόλου προσποιητό.
προσποιητά ΕΠIΡΡ: Γελάει / μιλάει ~. [λόγ. < αρχ. προσποιητός]
- προσποιούμαι [prospiúme] Ρ10.9β : προσπαθώ, με τη συμπεριφορά μου και γενικά με τις αντιδράσεις μου, να παρουσιάσω μια πλαστή εικόνα του εαυτού μου ή της πραγματικότητας που έχει σχέση με εμένα: Προσποιείται τον αδιάφορο / τον άρρωστο, κάνει τον
Προσποιήθηκα ότι δεν κατάλαβα τους υπαινιγμούς του, έκανα ότι
Δεν μπορώ να ~ και να παριστάνω τον ευτυχισμένο. Είναι άνθρωπος που δεν ξέρει να προσποιείται / που δεν μπορεί να προσποιηθεί, για άνθρωπο ευθύ, ειλικρινή.
[λόγ. < αρχ. προσποιοῦμαι]
- προσπορίζω [prosporízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) παρέχω σε κπ. υλικά ή άλλα οφέλη.
[λόγ. < αρχ. προσπορίζω]
- προσπορισμός ο [prosporizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια του προσπορίζω: Στόχος του δεν είναι ο ~ χρημάτων.
[λόγ. προσπορισ- (προσπορίζω) -μός]
- πρόσρηση η [prózrisi] Ο33 : (λόγ.) προσφώνηση.
[λόγ. < αρχ. πρόσρη(σις) -ση]
- προσρόφηση η [prozrófisi] Ο33 : (επιστ.) απορρόφηση μιας ουσίας από το επιφανειακό μόνο στρώμα ενός υγρού ή στερεού σώματος.
[λόγ. προσροφη- (προσροφώ) -σις > -ση]



