Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
294 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσλαμβάνω [proslamváno] -ομαι Ρ αόρ. προσέλαβα, απαρέμφ. προσλάβει, παθ. αόρ. προσλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσελήφθη, προσελήφθησαν, απαρέμφ. προσληφθεί : I. αποφασίζω να απασχολήσω ως εργοδότης έναν εργαζόμενο, τον παίρνω σε μια δουλειά: H κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προσληφθούν μόνιμοι υπάλληλοι / ωρομίσθιο προσω πικό. Tον προσέλαβα ως οδηγό / ως κηπουρό. Εταιρεία ζητεί να προσλά βει γραμματέα. II1. (ψυχ.) δέχομαι μια παράσταση ή μια πληροφορία και την αφομοιώνω με τη βοήθεια άλλων ανάλογων παραστάσεων ή πληροφοριών που προϋπάρχουν στη συνείδηση. 2. (λόγ.) παίρνω, αποκτώ κάποιο χαρακτηριστικό στοιχείο: H πόλη μας τα τελευταία χρόνια προσέλα βε μορφή μεγαλουπόλεως. H αστυφιλία έχει προσλάβει απειλητικές διαστάσεις / μορφή επιδημίας. Tο πρόσωπό του προσέλαβε ξαφνικά μια έκφραση απόγνωσης.
[λόγ.: I: αρχ. προσλαμβάνω· II: σημδ. γαλλ. acquérir]
- προσλαμβάνων -ουσα -ον [proslamvánon] Ε12 : κυρίως ως ψυχολογικός όρος προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που υπάρχουν στη συνείδηση και που βοηθούν στην πρόσληψη νέων ανάλογων παραστάσεων: Tο παιδί των πόλεων δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τον κόσμο του δάσους.
[λόγ. μεε. του προσλαμβάνω]
- προσληφθείς -είσα -έν [proslifθís] Ε12γ : (λόγ.) που τον έχουν προσλάβειI, συνήθ. ως ουσ.: Οι προσληφθέντες κατά τα έτη 1997 και 1998.
[λόγ. μτχ. παθ. αορ. του προσλαμβάνω]
- πρόσληψη η [próslipsi] Ο33 : η ενέργεια του προσλαμβάνω. 1. απόφαση που παίρνει ένας εργοδότης να απασχολήσει ένα άτομο σε μια συγκεκριμένη θέση, εργασία: Θα γίνουν νέες προσλήψεις υπαλλήλων στο δημό σιο, διορισμοί. ~ προσωπικού από ιδιωτική εταιρεία. 2. (ψυχ.) η αφομοί ωση νέων παραστάσεων με τη βοήθεια άλλων παλαιότερων και ανάλογων.
[λόγ. < αρχ. πρόσληψις `απόκτηση΄ (-σις > -ση) κατά τις σημ. του προσλαμβάνω]
- προσλιμενίζομαι [proslimenízome] Ρ2.1β : (λόγ.) μπαίνω σε ένα λιμάνι και αγκυροβολώ.
[λόγ. < ελνστ. προσλιμενίζομαι]
- προσμειγνύω [prozmiγnío] -ομαι Ρ αόρ. προσέμειξα και πρόσμειξα, απαρέμφ. προσμείξει, παθ. αόρ. προσμείχθηκα, απαρέμφ. προσμειχθεί : (επιστ.) κάνω πρόσμειξη.
[λόγ. < ελνστ. προσμείγνυμι, αρχ. σημ.: `διατηρώ σχέσεις΄ μεταπλ. κατά το (ανα)μείγνυμι > αναμειγνύω]
- πρόσμειξη η [prózmiksi] Ο33 : προσθήκη και ανάμειξη μιας ουσίας με μια άλλη ή ενός στοιχείου, π.χ. γλωσσικού, πολιτιστικού κτλ., με ένα άλλο που είναι και το κυρίαρχο. α. (χημ.) κάθε ξένη ύλη που περιέχεται σε ένα, μη καθαρό χημικά, προϊόν. β. στη μεταλλογνωσία, κάθε ξένη ύλη που περιέ χει ένα ορυκτό ή ένα μετάλλευμα: Kαθαρός σίδηρος, χωρίς προσμείξεις.
[λόγ. < αρχ. πρόσμειξις `πλησίασμα, επίθεση΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του προσμειγνύω, σημδ. αγγλ. admixture]
- προσμένω [prozméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. πρόσμενα : (λογοτ.) περιμένω, με υπομονή και ελπίδα, να συμβεί κτ. που επιθυμώ: Xρόνια και χρόνια πρόσμεναν οι ραγιάδες το λυτρωμό. Προσμένει τον ερχομό του ξενιτεμένου / τον ερχομό της άνοιξης.
[αρχ. προσμένω]
- προσμέτρηση η [prozmétrisi] Ο33 : η ενέργεια του προσμετρώ, ο συνυπολογισμός.
[λόγ. προσμετρη- (προσμετρώ) -σις > -ση]
- προσμετρώ [prozmetró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : μετρώ κτ. επιπλέον, συνυπολογίζω ένα ποσοτικό ή ποιοτικό μέγεθος: Στα συντάξιμα χρόνια θα προσμετρηθεί και ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας / της υπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Στα προσόντα της θα προσμετρηθεί και η κοινωνική προσφορά της.
[λόγ. < αρχ. προσμετρῶ]