Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Πεταλάς
1 εγγραφή
πεταλάς ο [petalás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα ή που πεταλώνει υποζύγια.

[πέταλ(ο) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες