Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περονιάζω [peronázo] & περουνιάζω [perunázo] Ρ2.1α : για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά· πιρουνιάζω2: Mας περονιάζει το κρύο / η υγρασία.
[περόν(η) -ιάζω· [o > u] από επιδρ. του [n] ]
- περουβιανικός -ή -ό [peruvianikós] Ε1 : περουβιανός1.
[λόγ. περουβια ν(ός) -ικός]
- περουβιανός -ή -ό [peruvianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Περού ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Περουβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Περουβιανή λογοτεχνία. 2. (ως ουσ.) ο Περουβιανός, θηλ. Περουβιανή, ο κάτοικος του Περού. || (ως επίθ.): Περουβιανοί ποιητές.
[λόγ. < ιταλ. peruviano (-ano = -ανός)]
- περουζές ο [peruzés] Ο13 : είδος πολύτιμου λίθου με γαλαζοπράσινο χρώμα.
[τουρκ. peruze (από τα περσ.) -ς]
- περούκα η [perúka] Ο25 : πρόσθετη, ψεύτικη κόμη, ψεύτικα μαλλιά: Θεατρικές περούκες.
[βεν. peruca]
- περουκιέρης ο [perukéris] Ο11 : τεχνίτης που κατασκευάζει περούκες.
[βεν. peruchier -ης]



