Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π*
5.181 εγγραφές [4971 - 4980]
πτωχεύω [ptoxévo] Ρ5.1α : κηρύσσομαι σε κατάσταση πτώχευσης· (πρβ. χρεοκοπώ).

[λόγ. < αρχ. πτωχεύω `είμαι ζητιάνος΄]

πτωχοκομείο το [ptoxokomío] & φτωχοκομείο το [ftoxokomío] Ο39 : κοινωφελές ίδρυμα για την προστασία φτωχών που δεν μπορούν να εργαστούν.

[λόγ. πτωχ(ός) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

πτωχοπροδρομικός -ή -ό [ptoxoproδromikós] & φτωχοπροδρομικός -ή -ό [ftoxoproδromikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με το βυζαντινό ποιητή Πτωχοπρόδρομο: Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. 2. με τον πτωχοπροδρομισμό: Πτωχοπροδρομική νοοτροπία.

[λόγ. πτωχοπρόδρομ(ος) -ικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

πτωχοπροδρομισμός ο [ptoxoproδromizmós] & φτωχοπροδρομισμός ο [ftoxoproδromizmós] Ο17 : η τάση που έχει κάποιος να διεκτραγωδεί τη φτώχεια ή τη δυστυχία του προκειμένου να τον λυπηθούν και να τον βοηθήσουν.

[λόγ. πτωχοπροδρομ(ικός) -ισμός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

πτωχοπρόδρομος ο [ptoxopróδromos] & φτωχοπρόδρομος ο [ftoxopróδromos] Ο20 : αυτός που συνεχώς κλαίγεται και παραπονιέται για τη φτώχεια ή τη δυστυχία του με σκοπό να τον λυπούνται και να τον βοηθούν.

[λόγ. πτωχο- + ανθρωπων. (Θεόδωρος) Πρόδρομος (βυζαντινός ποιητής που θρηνεί την τύχη του να είναι γραμματιζούμενος και φτωχός)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

πτωχός -ή -ό [ptoxós] Ε1 : 1. (λόγ.) φτωχός, συχνά ως ουσ.: Έρανος υπέρ των πτωχών. (απαρχ. έκφρ.) ~ τω πνεύματι, βλάκας. μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ευτυχισμένοι όσοι δεν καταλαβαίνουν πολλά πράγματα ή δε σκέφτονται πολύ. 2. (νομ.) που έχει πτωχεύσει.

[λόγ. < αρχ. πτωχός `ζητιάνος΄]

πυαιμία η [piemía] Ο25 : (ιατρ.) το σύνολο των νοσηρών διαταραχών που προκαλούνται, όταν εισέλθουν στο αίμα παθογόνα μικρόβια.

[λόγ. < γαλλ. pyhémie < py(o)- < αρχ. πύ(ον) + -hémie < αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]

πύαρ το [píar] Ο : (λόγ.) το πρωτόγαλα.

[λόγ. < ελνστ. πῦαρ]

πυγαίο το [pijéo] Ο39 : (στρατ.) το πίσω, το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα των πυροβόλων.

[λόγ. < αρχ. πυγ(ή) `πισινός΄ -αίον, ουδ. του -αίος απόδ. γαλλ. culasse]

πυγμαίος ο [piγméos] Ο18 θηλ. πυγμαία [piγméa] Ο25α : 1. Πυγμαίος, ονομασία ανθρώπου που ανήκει σε φυλετική ομάδα της οποίας τα μέλη κατά μέσο όρο δεν ξεπερνούν το ύψος των εκατόν πενήντα εκατοστών: Mια φυλή Πυγμαίων. 2. (μτφ.) για κοντό άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. πυγμαῖος· λόγ. πυγμαί(ος) -α]

< Προηγούμενο   1... 496 497 [498] 499 500 ...519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες