Dictionary of Standard Modern Greek
5,181 items total [5071 - 5080] | << First < Previous Next > Last >> |
- πυρηνικός -ή -ό [pirinikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου ή που έχει σχέση με αυτόν· (πρβ. ατομικός): Πυρηνική φυσι κή / χημεία. Πυρηνικές επιστήμες. ~ επιστήμονας. || με αναφορά στη διάσπαση του πυρήνα: Ένας ~ αντιδραστήρας. Πυρηνική αντίδραση / σχά ση / σύντηξη / έκρηξη. α. που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα: Πυρηνική ενέργεια. Πυρηνικά καύσιμα / απόβλητα. Πυρηνική βόμβα. β. που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια, με ενέργεια που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου: Πυρηνικά όπλα. Πυρηνική κεφα λή. || πυρηνοκίνητος: Πυρηνικό εργοστάσιο / υποβρύχιο. γ. που έχει σχέ ση με τα πυρηνικά όπλα: Πυρηνικές δοκιμές / εκρήξεις. Πυρηνικοί εξοπλισμοί. Πυρηνική δύναμη, κράτος που διαθέτει πυρηνικά όπλα. ~ πόλεμος. ~ χειμώνας, μεγάλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από πυρηνικές εκρήξεις. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου ή που έχει σχέση με αυτόν: ~ φάκελος ή πυρηνική μεμβράνη, που καλύπτει τον πυρήνα του κυττάρου. ~ χυμός. || (ιατρ.) ~ ίκτερος. β. (κοινων.): Πυρηνική οικογένεια, που αποτελείται από τους δύο συζύγους και τα άγαμα παιδιά τους.
[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ικός μτφρδ. γαλλ. nucléaire & αγγλ. nuclear]
- πυρηνοκίνητος -η -ο [pirinokínitos] Ε5 : που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια: Πυρηνοκίνητο εργοστάσιο / υποβρύχιο.
[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. nuclear-powered]
- πυρηνολυσία η [pirinolisía] Ο25 : (βιολ.) καταστροφή του πυρήνα των κυττάρων.
[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ο- + λύσ(ις) -ία μτφρδ. νλατ. nucleolysis]
- πυρηνοτομία η [pirinotomía] Ο25 : (βιολ.) διαίρεση του πυρήνα των κυττάρων κατά τον πολλαπλασιασμό τους.
[λόγ. πυρην- (δες πυρήνας) -ο- + -τομία]
- πυριγενής -ής -ές [pirijenís] Ε10 : (γεωλ.) εκρηξιγενής: Πυριγενές πέτρωμα.
[λόγ. < αρχ. πυριγενής `γεννημένος από τη φωτιά΄ σημδ. γαλλ. pyrigène < pyri- = πυρι- < ελνστ. πυρί(της) + -gène = -γενής]
- πυρίκαυστος -η -ο [piríkafstos] Ε5 : (λόγ.) για υλικό αντικείμενο που μπορεί να καεί.
[λόγ. < αρχ. πυρίκαυστος]
- πυρίμαχος -η -ο [pirímaxos] Ε5 : (τεχν.) για υλικό αντικείμενο που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες: Πυρίμαχα κράματα / υλικά. Πυρίμαχο σκεύος. Πυρίμαχα τούβλα, πυρότουβλα.
[λόγ. < αρχ. πυριμάχος (για άκαυ τη πέτρα) με σφαλερή μετακ. τόνου κατά το αξιόμαχος]
- πύρινος -η -ο [pírinos] Ε5 : 1. που αποτελείται από: α. φωτιά ή πυρακτωμένα υλικά: Ένας ~ κύκλος. H λάβα σχημάτιζε ένα πύρινο ποτάμι. Πύρινη γλώσσα, φλόγα. H πύρινη ρομφαία των Aρχαγγέλων. β. πυρά όπλων: Πύρινο τείχος. 2. (μτφ.) α. που φανερώνει συναισθηματική έντα ση: ~ λόγος. Πύρινη ματιά. Γράφει πύρινα άρθρα. Xύνει πύρινα δάκρυα. β. (λογοτ.) που είναι πολύ έντονος: ~ πόθος. Πύρινη λαχτάρα / φαντασία.
[λόγ.: 1: αρχ. πύρινος· 2: ελνστ. σημ.]
- πυρίτης ο [pirítis] Ο10 : (λόγ.) τσακμακόπετρα.
[λόγ. < ελνστ. πυρίτης (λίθος) `ορυκτό που χρησιμεύει για παραγωγή φωτιάς΄]
- πυρίτιδα η [pirítiδa] Ο28 : εκρηκτική ύλη, συνήθ. υπό μορφή σκόνης, που γίνεται από νίτρο, άνθρακα και θειάφι· μπαρούτι: H χρήση της πυρίτιδας προκάλεσε επανάσταση στην τέχνη του πολέμου. ΦΡ ανακαλύπτω την ~, ειρωνικά για κπ. που νομίζει ότι είπε ή έκανε κτ. πρωτότυπο. || (τεχνολ.): Άκαπνη ~. Mαύρη ~, μπαρούτι.
[λόγ. πυρίτ(ις) -ιδα < ελνστ. πυρίτης ὁ με τροπή σε θηλ. κατά το γαλλ. poudre `σκόνη, μπαρούτι΄ (διαφ. το ελνστ. πυρίτις `είδος βότανου΄)]