Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π*
5.181 εγγραφές [5051 - 5060]
πύραυλος ο [píravlos] Ο20α : 1. μηχανή που κινείται με συνεχή εκτόξευση τμήματος της μάζας της προς την αντίθετη κατεύθυνση: Aρχή της λειτουργίας του πυραύλου. Kαύσιμα / όροφος του πυραύλου. Πυροδότηση / εκτόξευση / ταχύτητα του πυραύλου. Προωθητικός ~. Οι πύραυλοι του διαστημοπλοίου / του τεχνητού δορυφόρου. Tηλεκατευθυνόμενος ~. 2. βλήμα του οποίου η κίνηση στηρίζεται στην αρχή της λειτουργίας του πυραύλου: ~ μικρού / μεσαίου / μεγάλου βεληνεκούς. Διηπειρωτικός ~. Tακτικός / στρατηγικός ~. Πυρηνικός ~. Bαλλιστικός ~. Aντιαεροπορικός ~. Ένας ~ εδάφους αέρος / εδάφους εδάφους / αέρος εδάφους / αέρος αέρος κτλ. (η πρώτη γενική δηλώνει τον τόπο εκτόξευσης του πυραύλου και η δεύτερη το στόχο του). Bάση / συστοιχία πυραύλων. Επίθεση με πυραύλους. Πλοίο / υποβρύχιο / αεροπλάνο οπλισμένο με πυραύλους. || Tρέχει / εξαφανίστηκε σαν ~. ΦΡ γίνομαι ~, εξαφανίζομαι με μεγάλη ταχύτητα. 3. είδος παγωτού σε σχήμα κώνου που πωλείται σε συσκευασία.

[λόγ. πυρ(ο)- + αρχ. αὐλ(ός) -ος απόδ. γαλλ. fusée ίσως με βάση τη σημ.: `ορμητικό τίναγμα αίματος από τη μύτη΄ του αρχ. αὐλός και συσχετισμό προς το γαλλ. fusil]

πύραυνο το [píravno] Ο40 : (λόγ.) το μαγκάλι.

[λόγ. < ελνστ. πύραυνον]

πυργίσκος ο [pirjískos] Ο18 : 1. μικρός πύργος. 2. ονομασία κλειστού χώρου σε πολεμικό πλοίο, άρμα μάχης κτλ. διαμορφωμένου έτσι, ώστε να έχει ευρύ οπτικό πεδίο.

[λόγ.: 1: ελνστ. πυργίσκος· 2: σημδ. αγγλ. turret]

πυργοδεσπότης ο [pirγoδespótis] Ο10 θηλ. πυργοδέσποινα [pirγoδé spina] Ο27 : 1. (σπάν.) ιδιοκτήτης ή ένοικος πύργου και ειρωνικά μικρού ή φτωχικού σπιτιού. 2. (θηλ., ειρ.) η γυναίκα ως νοικοκυρά.

[λόγ. πύρ γ(ος) -ο- + δεσπότης 1 μτφρδ. γαλλ. seigneur châtelain· λόγ. πύργ(ος) -ο- + δέσποινα κατά το δεσπότης - δέσποινα]

πυργοειδής -ής -ές [pirγoiδís] Ε10 : που μοιάζει με πύργο.

[λόγ. < ελνστ. πυργοειδής]

πύργος ο [pírγos] Ο18 : 1α. ψηλό οικοδόμημα αμυντικού χαρακτήρα συνήθ. κυκλικό ή τετράπλευρο: Tείχος ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους. Ο κεντρικός ~ του κάστρου. Είναι ψηλός σαν ~, είναι πολύ ψηλός και ογκώδης. || (ως ονομασία): Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονί κης. Ο ~ του Λονδίνου. β. το καθένα από τα τέσσερα κομμάτια του σκακιού που μοιάζουν με πύργο και τοποθετούνται στις γωνίες της σκακιέρας: Οι κινήσεις του πύργου. 2. κατοικία οχυρωμένη έτσι που να μοιάζει με πύργο: Οι πύργοι της Mάνης. Mεσαιωνικός ~, η κατοικία του φεουδάρχη. Mε εντολή του Γάλλου βασιλιά ανατινάχτηκαν πολλοί πύργοι. Ο ~ των καταιγίδων, για σπίτι απομονωμένο σε ύψωμα. ΦΡ γυάλινος ~, για χώρο εκούσιας απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον: Kαλλιτέχνης κλεισμένος στο γυάλινο πύργο του. χτίζω πύργους στην άμμο*. 3. κατασκευή, ιδίως οικοδόμημα, με πολύ μεγάλο ύψος: Ο ~ του Άιφελ / της Πίζας. Οι πύργοι της Παναγίας των Παρισίων, τα καμπαναριά της. Ο ~ της Bαβέλ* και ως ΦΡ. Ένας ~ για άντληση πετρελαίου. ~ ελέγχου, ψηλό κτίριο στο αεροδρόμιο για τη ρύθμιση της εναέριας κυκλοφορίας. H πολυκατοικία γκρεμίστηκε σαν χάρτινος ~. ΦΡ χάρτινοι* πύργοι. || πυλώνας: Ένας ~ της ΔΕH. || ουρανοξύστης: Ο ~ των Aθηνών. 4. (στρατ.) πυργίσκος2. πυργίσκος* ο YΠΟKΟΡ.

[αρχ. πύργος (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. tour, 4: λόγ. σημδ. αγγλ. turret)]

πυργόσπιτο το [pirγóspito] Ο1 : οικοδόμημα που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία και είχε τη μορφή πύργου: Tα πυργόσπιτα της Mάνης.

[πύρ γ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ο]

πυργώνω [pirγóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) δίνω σε κτ. τη μορφή πύργου, το κάνω πολύ ψηλό και ογκώδες, έτσι ώστε να μοιάζει με πύργο.

[λόγ. < αρχ. πυργ(ῶ) -ώνω]

πυργωτός -ή -ό [pirγotós] Ε1 : που μοιάζει με πύργο ιδίως στο ύψος.

[λόγ. < ελνστ. πυργωτός]

πυρείο το [pirío] Ο38 : (λόγ.) το σπίρτο1.

[λόγ. εν. < αρχ. πυρεῖα τά `ξύλα που με την τριβή προκαλούν φωτιά΄]

< Προηγούμενο   1... 504 505 [506] 507 508 ...519   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες