Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5.181 εγγραφές [4991 - 5000] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυθαγόρειος -α -ο [piθaγórios] Ε6 : που έχει σχέση με τον Πυθαγόρα: Πυθαγόρεια φιλοσοφία. || (μαθημ.) Πυθαγόρειο θεώρημα, το θεώρημα σύμφωνα με το οποίο το τετραγώνο της υποτείνουσας κάθε ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών του. Πυθαγόρειο τρίγωνο, το ορθογώνιο τρίγωνο που οι πλευρές του είναι ακέραιοι αριθμοί. Πυθαγόρειοι αριθμοί. ~ πίνακας, ειδικός πίνακας για την εύρεση των γινομένων που ανά δύο σχηματίζουν οι δέκα πρώτοι ακέραιοι αριθμοί. || (ως ουσ.) ο πυθαγόρειος, μαθητής ή οπαδός της διδασκαλίας του Πυθαγόρα.
[λόγ. < αρχ. Πυθαγόρειος & σημδ. αγγλ. Ρythagorean < Ρythagor(as) < αρχ. Πυθαγόρ(ας) -ean = -ειος]
- Πύθια τα [píθia] Ο40 : γιορτή στην αρχαία Ελλάδα που τελούνταν στους Δελφούς προς τιμήν του Aπόλλωνα.
[λόγ. < αρχ. Πύθια τά (ενν. ἱερά)]
- Πυθία η [piθía] Ο25 : 1. η ιέρεια του Aπόλλωνα που έλεγε, έδινε τους χρησμούς στο μαντείο των Δελφών. 2. πυθία, ειρωνικός ή γενικά αρνητικός χαρακτηρισμός προσώπου που ισχυρίζεται ότι προβλέπει το μέλλον.
[λόγ. < αρχ. ανθρωπων. Πυθία (ιέρεια του Aπόλλωνα στους Δελφούς)]
- πυθικός -ή -ό [piθikós] Ε1 : που σχετιζόταν με τον Πύθιο Aπόλλωνα: Πυθικοί χρησμοί, που δίνονταν από το μαντείο των Δελφών. Πυθικοί αγώνες, που γίνονταν στους Δελφούς. Πυθική χώρα, οι περιοχή των Δελφών.
[λόγ. < αρχ. Πυθικός]
- πυθμένας ο [piθménas] Ο2 : η κάτω πλευρά (ιδίως η εσωτερική της επιφάνεια) δοχείου, σκεύους κτλ. το οποίο περιέχει υγρό ή προορίζεται για τοποθέτηση υγρών· πάτος: Ο ~ του βαρελιού / της δεξαμενής / του πηγα διού. || Ο ~ της θάλασσας / της λίμνης, ο βυθός.
[λόγ. < αρχ. πυθμήν, αιτ. -ένα `πάτος της θάλασσας΄]
- πύθωνας ο [píθοnas] Ο5 : μεγάλο φίδι της Aσίας και της Aφρικής που σκοτώνει τη λεία του σφίγγοντάς την δυνατά με το σώμα του.
[λόγ. < γαλλ. python (στη νέα σημ.) < αρχ. Πύθων (όν. τεράστιου φιδιού που σκότωσε ο Aπόλλωνας στους Δελφούς)]
- πυκνοβαλμένος -η -ο [piknovalménos] Ε3 : (για πράγματα, ιδίως όμοια) που είναι τοποθετημένα πυκνά, κοντά, έτσι ώστε να μην υπάρχουν μεταξύ τους μεγάλα κενά: H αίθουσα χωράει το πολύ διακόσιες πυκνοβαλμένες καρέκλες.
[πυκν(ός) -ο- + βαλμένος μππ. του βάζω]
- πυκνογραμμένος -η -ο [piknoγraménos] Ε3 : (για κείμενο κτλ.) που είναι γραμμένο πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στα γράμματα, τις συλλαβές, τις λέξεις ή τους στίχους: Πυκνογραμμένη σελίδα.
[πυκν(ός) -ο- + γραμμένος μππ. του γράφω]
- πυκνοκατοικημένος -η -ο [piknokatikiménos] Ε3 : (για χώρα, περιοχή κτλ.) που είναι πυκνά κατοικημένη, έχει πολύ πληθυσμό σε σύγκριση με την έκτασή της: Πυκνοκατοικημένη πόλη. H Ολλανδία είναι πολύ πυκνοκατοικημένη.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + κατοικημένος μππ. του κατοικώ]
- πυκνόμετρο το [piknómetro] Ο42 : όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πυκνότητας των υγρών· αραιόμετρο.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. densimètre (-mètre = -μετρον)]



