Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικοπεδοφάγος ο [ikopeδofáγos] Ο18 : (μειωτ.) αυτός που οικειοποιείται ξένη γη και τη μετατρέπει σε οικόπεδα: Οικοπεδοφάγοι που βάζουν φωτιά στα δάση μας.
[λόγ. οικόπεδ(ον) -ο- + -φάγος]
- οίκος ο [íkos] Ο18 : 1. (λόγ.) κατοικία, σπίτι. (έκφρ.) κατ΄ οίκον, στο σπίτι: Έρευνα / περιορισμός / μαθήματα κατ΄ οίκον. τα του οίκου του, οι ιδιωτικές υποθέσεις κάποιου: Aς τακτοποιήσει πρώτα τα του οίκου του. ~ απωλείας*. ΦΡ τα εν οίκω μη εν δήμω, να μην ανακοινώνεται κτ. που είναι γνωστό μόνο σε στενό, συνήθ. οικογενειακό, κύκλο. || (ως χαρακτηρισμός ή ονομασία): ~ του Θεού, ναός, εκκλησία. ~ ευγηρίας, για ιδιωτικό γηροκομείο. ~ ανοχής*. Λευκός Οίκος, η επίσημη κατοικία του προέδρου των Hνωμένων Πολιτειών, και με επέκταση, ο πρόεδρος και η κυβέρνηση της χώρας αυτής. 2. χαρακτηρισμός ή ονομασία για: α. γενιά ή οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής: Bασιλικός / αυτοκρατορικός ~. Ο ~ των Aψβούργων / των Γκριμάλντι. β. (ιστ.) το τμήμα της γης που ο φεουδάρχης εκμεταλλευόταν άμεσα. γ. ίδρυμα ιδίως κοινωφελούς χαρακτήρα: ~ του ναύτη. δ. οικονομική επιχείρηση: ~ μόδας. Εμπορικός / εκδοτικός ~. 3. (εκκλ.) η καθεμία από τις στροφές των κοντακίων εκτός από το προοίμιο.
(λόγ.) οικίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, μικρό σπίτι. [λόγ.: 1, 2: αρχ. οrκος `σπίτι, σπιτικό΄· 3: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. οἰκίσκος]
- οικόσημο το [ikósimo] Ο40 : το διακριτικό σήμα ιδίως παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας· (πρβ. θυρεός): Σφραγίδα / δαχτυλίδι με το ~ της οικογένειας. Ένα ~ χαραγμένο στην πόρτα του πύργου.
[λόγ. οικο- + -σημον μτφρδ. γερμ. Hauswappen]
- οικοσημολογία η [ikosimolojía] Ο25 : η επιστημονική μελέτη των οικοσήμων και των οικογενειακών εμβλημάτων· εμβληματολογία, εραλδική.
[λόγ. οικόσημ(ον) -ο- + -λογία]
- οικόσιτος -η -ο [ikósitos] Ε5 : (για ζώα ή πτηνά) που ζουν στα πλαίσια της ανθρώπινης κατοικίας.
[λόγ. < ελνστ. οἰκόσιτος `που ζει στο σπίτι΄ (για ποντικό σε αντίθεση προς τον αρουραίο), αρχ. σημ.: `που τρώει σπίτι του΄]
- οικοσκευή η [ikoskeví] Ο29 : το σύνολο των κινητών αντικειμένων (έπιπλα, σκεύη κτλ.) που συνήθ. υπάρχουν σε κάθε σπίτι· νοικοκυριό: Mετανάστες που επιστρέφουν οριστικά στην πατρίδα μπορούν να φέρουν χωρίς δασμό την ~ τους.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοσκευή]
- οικοσύστημα το [ikosístima] Ο49 : βασική οικολογική μονάδα που αποτελείται από το φυσικό περιβάλλον και τους οργανισμούς (ζώα, φυτά) που ζουν σ΄ αυτό: Προστασία / αλλοίωση / καταστροφή ενός οικοσυστήματος.
[λόγ. < γαλλ. écosystème (ή αγγλ. ecosystem) < éco(logie) = οικο(λογία) + système = σύστημα]
- οικοτεχνία η [ikotexnía] Ο25 : κλάδος του δευτερογενούς τομέα παραγωγής που λειτουργεί στα πλαίσια της κατοικίας μιας οικογένειας χρησιμοποιώντας την εργατική δύναμη των μελών της.
[λόγ. οικο- + -τεχνία κατά το βιοτεχνία]
- οικοτροφείο το [ikotrofío] Ο39 : ίδρυμα που δέχεται οικοτρόφους: ~ αρρένων / θηλέων. Mένει σε ~. Tο σχολείο μας διαθέτει και ~ για εσωτερικούς μαθητές.
[λόγ. οικότροφ(ος) -είον]
- οικότροφος -ος / -η -ο [ikótrofos] Ε17 : χαρακτηρισμός προσώπου που πληρώνοντας ορισμένο αντίτιμο ζει κοντά σε κπ., ο οποίος του παρέχει στέγη και συνήθ. τροφή: Οικότροφοι μαθητές. || (συνήθ. ως ουσ.) ο οικότροφος, θηλ. οικότροφος & οικότροφη: Οικογένεια δέχεται φοιτήτρια από επαρχία ως οικότροφο. Mαθητής ~ σε ιδιωτικό σχολείο, εσωτερικός.
[λόγ. < ελνστ. οἰκότροφος `που ζει στο σπίτι΄]



