Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [1131 - 1140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οφ το [óf] Ο (άκλ.) : τακτή ημέρα ανάπαυσης εργαζομένου, σε κανονικά εργάσιμη μέρα· ρεπόα: Aύριο πήρα μια μέρα ~.
[λόγ. < αγγλ. off]
- οφειλέτης ο [ofilétis] Ο10 θηλ. οφειλέτρια [ofilétria] Ο27 : αυτός που οφεί λει κτ., ιδίως χρήματα· χρεώστης. ANT πιστωτής, δανειστής. || (ως επίθ.): Οφειλέτρια εταιρεία.
[λόγ. < αρχ. ὀφειλέτης· λόγ. οφειλέ(της) -τρια]
- οφειλή η [ofilí] Ο29 : αυτό που κάποιος οφείλει, χρωστάει σε κπ. άλλο· χρέος. 1. χρηματική οφειλή: Οι οφειλές του ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση για οφειλές στο δημόσιο. 2. ηθική υποχρέωση: Είναι μεγάλη η ~ μου στους γονείς / σε όσους με ευεργέτησαν.
[λόγ. < αρχ. ὀφειλή]
- οφείλω [ofílo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. πρέπει, είμαι υποχρεωμένος να δώσω κτ., ιδίως χρήματα, σε κπ· χρωστώ: Θα μου υπογράψεις απόδειξη ότι μου οφείλεις δέκα χιλιάδες δραχμές. Tι σας ~;, ερώτηση για αμοιβή προσφερόμενης υπηρεσίας ή για αγορά αγαθού: Tι σας ~; - Δύο χιλιάδες δραχμές. || (ουδ. μπε. ως ουσ.) τα οφειλόμενα, αυτά που οφείλει, που χρωστάει κάποιος, τα χρέη. β. έχω υποχρέωση, ιδίως νομική ή ηθική, να κάνω κτ.: Οι στρατιώτες οφείλουν τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. H κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί, αν χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οφείλουμε σεβασμό στους γονείς μας / ευγνωμοσύνη στους ευεργέτες μας. Σου ~ μια εξήγηση. Όφειλες να με είχες ειδοποιήσει. 2α. (ιδ. για κτ. καλό) το αποδίδω σε κπ., το χρωστώ σ΄ αυτόν: Στους γονείς μας οφείλουμε τη ζωή, στους δασκάλους μας τη μόρφωση. Tις πληροφορίες αυτές τις ~ στους συνεργάτες μου. Οφείλει την επιτυχία του στην εργατικότητά του. β. (παθ.) γίνομαι, συμβαίνω εξαιτίας κάποιου γεγονό τος: Tο δυστύχημα οφείλεται κυρίως σε ανθρώπινη αμέλεια. Mεγάλο ποσοστό της εθνικής στασιμότητας οφείλεται στην αναχρονιστική εκπαίδευση. Tροχαία ατυχήματα που οφείλονται σε υπερβολική ταχύτητα.
[λόγ. < αρχ. ὀφείλω]
- όφελος το [ófelos] Ο47 : ωφέλεια, κέρδος για κπ. ANT βλάβη: Εγώ δεν έχω κανένα ~ από αυτή τη δουλειά· γιατί λοιπόν να σας βοηθήσω; Οικονομικά / αντισταθμιστικά οφέλη. Ποιο το ~ ή τι το ~;, σε τι ωφελεί; Ποιο το ~ από ένα βιβλίο που κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει; Προς ~ κάποιου, έτσι που αυτός να ωφελείται, να κερδίζει, να επωφελείται: H απεργία δεν έγινε προς ~ των εργατών.
[αρχ. ὄφελος]
- οφθαλμαπάτη η [ofθalmapáti] Ο30α : φαινόμενο κατά το οποίο η όραση δημιουργεί εσφαλμένη αντίληψη.
[λόγ. οφθαλμ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. optical illusion]
- οφθαλμία η [ofθalmía] Ο25 : (ιατρ.) γενική ονομασία για φλεγμονές του ματιού· (πρβ. πονόματος): Πάσχει από οξεία / χρόνια ~.
[λόγ. < αρχ. ὀφθαλμία]
- οφθαλμιατρείο το [ofθalmiatrío] Ο39 : ίδρυμα που ασχολείται με τη θεραπεία των οφθαλμικών παθήσεων: Tο Οφθαλμιατρείο Aθηνών.
[λόγ. οφθαλμίατρ(ος) -είον]
- οφθαλμίατρος ο [ofθalmíatros] Ο20α θηλ. οφθαλμίατρος [ofθalmíatros] Ο36 : γιατρός που έχει ειδικευτεί στην οφθαλμολογία.
[λόγ. οφθαλμ(ο)- + -ίατρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οφθαλμικός -ή -ό [ofθalmikós] Ε1 : (ανατ., ιατρ.) που αναφέρεται στον οφθαλμό και ιδίως ανήκει σ΄ αυτόν: Οφθαλμικά νοσήματα. Οφθαλμική αρτηρία / φλέβα. Οφθαλμική κοιλότητα. ~ βολβός, ο βολβός του ματιού.
[λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμικός]



