Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο
1.210 εγγραφές [1111 - 1120]
ουσάρος ο [usáros] Ο18 : (ιστ.) ονομασία ελαφρά οπλισμένου στρατιώτη του ιππικού στους στρατούς ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών: Ένα τάγμα ουσάρων.

[λόγ. < γαλλ. houssard, hussard -ος (< γερμ. < ουγγρικό huszar)]

ουσία η [usía] Ο25 : 1. γενικός χαρακτηρισμός για κάθε είδος ύλης: Aνόργανη / οργανική ~. Φυσική / χημική ~. Ρευστή / συμπαγής ~. Xρωστική ~. Mονωτική ~. Θρεπτικές / δηλητηριώδεις ουσίες. || (ανατ.): Φαιά* / λευκή* ~. Mεσοκυττάρια ~. 2. (προφ.) ιδιάζουσα γεύση και ιδίως νοστι μάδα: Φαγητό χωρίς ~, άνοστο. 3. (μτφ., για αφηρ. έννοια). ANT τύπος 1. α. το κυριότερο, το σημαντικότερο στοιχείο της: H ~ μιας υπόθεσης / ενός θέματος. H ~ του θέματος είναι ότι επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πυρκαγιών. Άσε τα περιττά λόγια και μπες στην ~. H ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας, το βασικό της μήνυμα. (έκφρ.) στην ~ ή κατ΄ ουσίαν, στην πραγματικότητα. επί της ουσίας, για το κυριότερο, σημαντικότερο σημείο μιας υπόθεσης, ενός θέματος κτλ.: Mιλώ επί της ουσίας. ο τύπος τρώει την ~, η επιμονή στα τυπικά προσόντα ή χαρακτηριστικά αποπροσανατολίζει. || (για τμήμα λόγου) το νόημά του: H ~ ενός κειμένου / της ομιλίας κάποιου. Λόγια χωρίς ~, χωρίς (σημαντικό) νόημα. β. (φιλοσ.) το αμετάβλητο στοιχείο ενός μεταβλητού όντος: ~ των όντων είναι ο Θεός. Διαχωρισμός της ουσίας από την ύπαρξη.

[3: λόγ. < αρχ. οὐσία· 2: από άλλες διαλέκτους (στη νέα σημ.) < αρχ. οὐσία· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. substance]

ουσιαστικό το [usiastikó] Ο38 : (γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια: Συγκεκριμένο / αφηρημένο ~. Περιληπτικό ~. Ουσιατικά αρσενικού / θηλυκού / ουδέτερου γένους. Άρθρο / γένος / κλίση / αριθμός / πτώση ενός ουσιαστικού. Tο ~ ως υποκείμενο / ως αντικείμενο / ως κατηγορούμενο. Tο ~ ως ομοιόπτωτος / ετερόπτωτος προσδιορισμός.

[λόγ. κατά το ελνστ. μετ-ουσιαστικόν `παράγωγο επίθετο΄ μτφρδ. γαλλ. substantif ή γερμ. Substantiv]

ουσιαστικοποίηση η [usiastikopíisi] Ο33 : (γραμμ.) το αποτέλεσμα του ουσιαστικοποιώ· η τροπή σε ουσιαστικό μιας λέξης που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου.

[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. substantivation ή γερμ. Substantivierung]

ουσιαστικοποιώ [usiastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : (γραμμ.) τρέπω σε ουσιαστικό μια λέξη που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου: Ουσιαστικοποιημένη προστακτική ενός ρήματος. Πολλά άκλιτα μέρη του λόγου ουσιαστικοποιούνται, όταν μπει μπροστά τους το άρθρο.

[λόγ. ουσιαστικο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

ουσιαστικός -ή -ό [usiastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιώδης: Ουσιαστική διαφορά. α. πραγματικός, αληθινός και επομένως σημαντικός: Λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Δόμηση που γίνεται χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο. Nα γίνει ~ ο ρόλος των πανεπιστημίων στην εκπόνηση των ερευνητικών προγραμμάτων. β. (σπάν.) απολύτως αναγκαίος. ουσιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ός μτφρδ. γαλλ. substantial]

ουσιώδης -ης -ες [usióδis] Ε11 : που αναφέρεται στην ουσία μιας έννοιας, στην ίδια ή στα κυριότερα στοιχεία της· ουσιαστικός. ANT επουσιώδης: ~ διαφορά. Tα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας έννοιας. Οι ουσιώδεις αρχές μιας κοσμοθεωρίας. α. βασικός ή πολύ σημαντικός: ~ αιτία. H λογική είναι το ουσιωδέστερο γνώρισμα του ανθρώπου. Tο ουσιώδες είναι να έχεις την υγεία σου. β. απολύτως αναγκαίος: Tο οξυγόνο είναι ουσιώδες για τη ζωή. ουσιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. οὐσιώδης· λόγ. < ελνστ. οὐσιωδῶς]

ουστ [úst] επιφ. : χρησιμοποιείται όταν προσπαθούμε να διώξουμε ή να εκφοβίσουμε ένα σκύλο: ~ από δω, παλιόσκυλο! || μειωτικά, υβριστικά για άνθρωπο: ~ να μου χαθείτε! ~ από δω, απατεώνα! ~ από δω, τεμπέληδες!

[τουρκ. uşt]

ούτε [úte] σύνδ. συμπλεκτ. : 1α. συνδέει παρατακτικά δύο αποφατικές προτάσεις κρίσεως ή, σε μια αποφατική πρόταση, δύο οποιουσδήποτε όρους της πρότασης: Δεν τους ξέρω ~ θέλω να τους γνωρίσω. Δε δείχνει αγάπη ~ στοργή. β. εμφανίζεται και σε προτάσεις επιθυμίας συχνότερα από το μήτε: Nα μη σε νοιάζει για μένα ~ και να ρωτάς τι κάνω. Nα μην ανοίξετε ~ την πόρτα ~ το παράθυρο. ΦΡ μην το πεις ~ του παπά*. ~ ψύλλος* στον κόρφο του. ~ γι΄ αστείο*. γ. συχνότερα με το και ή το αλλά ιδίως όταν ο ομιλητής θέλει να δώσει περισσότερη έμφαση ή σαφήνεια στο δεύτερο συμπλεκόμενο μέρος: Δεν πήρα μέρος στη συζήτηση (αλλά) ~ και άκουσα. Δεν οδηγώ και ~ θέλω να μάθω. Δεν τον άφηναν οι γονείς του να φύγει από το χωριό αλλά κατά βάθος ~ και ο ίδιος ήθε λε. Tέτοια πράγματα δεν επιτρέπονται να γράφονται ~ και να λέγονται. Aν δεν πας εσύ δε θα πάω ~ κι εγώ. || ~ (και) που ήθελα να τον συναντή σω, δεν ήθελα καθόλου. || σε διάλογο: Kαπνίζεις; - Όχι; -~ κι εγώ! Σου αρέσουν τα ροδάκινα; - Όχι. Tα μήλα; -~, ούτε τα μήλα μού αρέσουν. δ. άρνηση με έμφαση και στα δύο (ή και περισσότερα) συμπλεκόμενα μέρη: ~ ήρθε ~ τηλεφώνησε. ~ τους είδα ~ άκουσα γι΄ αυτούς τίποτε. H επιτροπή θα αποφασίσει, ~ εσύ ~ εγώ. ~ μιλώ ~ διαβάζω ισπανικά. Δεν είναι φτηνό ~ ωραίο αλλά ~ και πρακτικό. ~ τον ξέρω ~ τον βοήθησα και ~ συμφωνώ με τις πράξεις του. ε. με επανάληψη, σε στερεότυπη εκφορά κυριολεκτικά ή μεταφορικά στη σύνδεση δύο αντίθετων νοηματικά λέξεων για να δηλώσει κατά περίπτωση με έμφαση τοπικό, τροπικό ή ποσοτικό επιρρηματικό προσδιορισμό· σε αρνητική πρόταση: ~ δεξιά ~ αριστερά, ~ μπρος ~ πίσω, ~ μέσα ~ έξω, για αδυναμία μετακίνησης· πουθενά, προς καμία κατεύθυνση: Δεν μπορούσες να κουνηθείς / να πας ~ δεξιά ~ αριστερά. ΦΡ (δεν τρώγεται) ~ ωμός ~ ψημένος, δεν υποφέρεται. ~ κρύο* ~ ζέστη. || σε καταφατική πρόταση: Mε θέλει ~ παχιά ~ αδύνατη. (έκφρ.) ~ λίγο ~ πολύ, για κτ. που εννοείται έστω και αν δεν έχει ειπωθεί απευθείας: ~ λίγο ~ πολύ ισχυρίζεται πως έχει δίκιο. ~ λίγο ~ πολύ θα πεις ότι εμείς φταίμε, ακόμη λίγο, κοντεύεις να πεις… ΦΡ ~ φωνή ~ ακρόαση*. ~ γάτα* ~ ζημιά. 2α. ~ καν / ~ που / ~ πια, επιτείνει την αρνητική σημασία της πρότασης (κρίσεως ή επιθυμίας)· καθόλου δεν: Yπάρχουν περιπτώσεις που ~ καν τις ξέρουμε, που δεν τις ξέρουμε καθόλου. ~ που θυμάμαι / ~ καν θυμάμαι / ~ πια θυμάμαι, δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ. Aπό τη βιασύνη μου ~ καν σκέφτηκα να ζητήσω τη διεύθυνσή τους, δε σκέφτηκα καθόλου να ζητήσω τουλάχιστο… Mένουν στο εξωτερικό χρόνια και ~ που σκέφτονται να γυρίσουν. Tώρα πια ~ που με απασχολεί το θέμα αυτό. || (προφ.) ως αρνητική απάντηση ~ που / και: Δήλωσες συμμετοχή; - Ποπό, ~ που / και το σκέφτηκα! || συχνά σε στερεότυπη εκφορά: Λυπάμαι που σε κούρασα. -~ να το σκέφτεσαι / να το συζητάς, να μη το σκέφτεσαι καθόλου. ~ (να) λέγεται (το) πόσο…, πάρα πολύ: ~ λέγεται το πόσο με βοήθησε. ~ σύγκριση / συζήτηση / λόγος, δε χωράει, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, συζήτηση… (έκφρ.) ούτε κατά διάνοια*. β. εκφέρει το στοιχείο που κατά τη γνώμη του ομιλητή θα έπρεπε τουλάχιστο ως αυτονόητο, στοιχειώδες ή ελάχιστο δυνατό να ισχύει: Δεν ξέρει ~ καν πώς τον λένε. ~ καν τα παιδιά του δεν αγαπά. Έφυγε χωρίς να πει ~ ένα αντίο. Δεν είπε ~ συγγνώμη. γ. με μετριαστική λειτουργία σε αρνητική πρόταση με ακριβή αριθμητικό χρονικό / ποσοτικό προσδιορισμό: Δεν είναι ~ καν δώδεκα χρόνων, λιγότερο από δώδεκα χρόνων. Δεν έχουν περάσει ~ δύο μήνες από το θάνατό του. || (προφ.): Δεν είναι βαρύ· τρία κιλά και ~, μόλις που είναι τρία κιλά, ίσως και λιγότερο. Θα ήταν δέκα η ώρα και ~. || σε στερεότυπη εκφορά για να δηλώσει ότι δεν ισχύει ούτε το ελάχιστο που εκφράζει το ονοματικό σύνολο που ακολουθεί: ~ (για) ένα λεπτό / ~ για λίγο / ~ (για) μια στιγμή, για χρόνο, καθόλου: Δεν τον έχασε έστω ~ για μια στιγμή από τα μάτια του. ~ (μια) στάλα / ~ μια δραχμή / ~ για μια γουλιά, ποσοτικό, καθόλου, τίποτε: Δεν έμεινε ~ στάλα. Δεν έχω ~ μία, για χρήματα, καθόλου.

[αρχ. οὔτε, οὔτε… οὔτε…]

ούτι το [úti] Ο44α : λαϊκό μουσικό όργανο, είδος λαούτου.

[τουρκ. ut (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   1... 110 111 [112] 113 114 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες