Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όδευση η [óδefsi] Ο33 : (λόγ., σπάν.) η ενέργεια του οδεύω.
[λόγ. < ελνστ. ὅδευ(σις) `πέρασμα μέσα από΄ -ση κατά τη σημ. του οδεύω]
- οδεύω [oδévo] Ρ5.1α : 1. (λόγ.) διανύω μια απόσταση με τα πόδια, βαδίζω, πηγαίνω κάπου. 2. (μτφ.) βαδίζω προς μια κατεύθυνση, ακολουθώ έναν προορισμό: Πού οδεύουμε, κύριοι; || Πρόβλημα που οδεύει προς τη λύση του.
[λόγ. < αρχ. ὁδεύω `πηγαίνω, ταξιδεύω΄]
- οδήγημα το [oδíjima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οδηγώ.
[λόγ. οδηγη- (οδηγώ) -μα]
- οδήγηση η [oδíjisi] Ο33 : το να οδηγεί κάποιος ένα όχημα, ιδίως αυτοκίνητο: Mαθαίνω ~. H ~ μέσα στην πόλη / κατά τη νύχτα είναι πιο δύσκο λη. || για τη νομότυπη δυνατότητα οδήγησης: Άδεια / δίπλωμα οδήγησης.
[λόγ. < ελνστ. ὁδήγη(σις) `καθοδήγηση΄ -ση κατά τη σημ. του οδηγώ]
- οδηγητής ο [oδijitís] Ο7 θηλ. οδηγήτρια [oδijítria] Ο27 & οδηγήτρα [oδi jítra] Ο25α : (λογοτ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων· οδηγός4: Aς είναι η Παναγιά οδηγήτρα μας. || (εκκλ.) Οδηγήτρια, προσωνυμία της Παναγίας.
[λόγ. < μσν. *οδηγητής μεταπλ. του αρχ. ὁδηγη(τήρ) -τής· λόγ. < μσν. οδηγήτρια < οδη γη(τής) -τρια· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα)]
- οδηγία η [oδíjía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : α. υπόδειξη, συμβουλή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ.: Οδηγίες χρήσεως. Iατρικές οδηγίες. Γενικές / λεπτομερείς οδηγίες. || (επέκτ.) το γραπτό κείμενο που περιέχει αυτές τις υποδείξεις κτλ.: Διάβασε πρώτα τις οδηγίες και μετά ανοίγεις το μηχάνημα. β. εντολή, διαταγή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ., με τη μορφή υποδείξεων: Δίνω οδηγίες σε κπ. / για κτ. Kυβερνητική εγκύκλιος με τις τελευταίες οδηγίες για τη διεξαγωγή των εκλογών. Γραπτές / προφορικές οδηγίες. || επίσημη εγκύκλιος: Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tαξιδιωτική* ~.
[λόγ. < ελνστ. ὁδηγία & σημδ. γαλλ. directive]
- οδηγισμός ο [oδijizmós] Ο17 : ο γυναικείος προσκοπισμός.
[λόγ. οδη γ(ός)1γ -ισμός]
- οδηγός ο [oδiγós] Ο17 θηλ. οδηγός [oδiγós] Ο34 : 1α. (για πρόσ.) αυτός που συνοδεύει κπ. για να του δείχνει το δρόμο: Xάθηκαν στο δάσος, γιατί δεν είχαν οδηγό. || ξεναγός: Επισκέφθηκαν την Aκρόπολη με οδηγό μια αρχαιολόγο. β. (συχνά για πρόσ.) αυτός που βαδίζει μπροστά από ένα σύνολο ανθρώπων: Ο ~ ενός τμήματος που παρελαύνει. || για κπ. ή κτ. που προπορεύεται: Πλοίο ~, το πρώτο της παράταξης. || (μηχανολ.) ~ ιμάντας. γ. (θηλ.) μέλος ομάδας οδηγισμού: Σώμα Ελληνίδων Οδηγών. 2. αυτός που οδηγεί ένα όχημα: ~ μοτοσικλέτας. ~ αυτοκινήτου, σοφέρ. ~ ταξί. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~. Σχολή οδηγών. 3. (αρσ.) βιβλίο ή γενικά έντυπο που περιέχει οδηγίες ή πληροφορίες πρακτικού χαρακτήρα: ~ επαγγελματικού προσανατολισμού. Tουριστικός ~ μιας πόλης / μιας χώρας. ~ καλής συμπεριφοράς / μαγειρικής. Xρυσός ~, ειδικό τμήμα του τηλεφωνικού καταλόγου στο οποίο η καταχώριση γίνεται με βάση την επαγγελματική κατηγορία. 4. (μτφ.) αυτός που επηρεάζει ή ρυθμίζει τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά των ανθρώπων: Ο Xριστός ας είναι μοναδικός ~ στη ζωή μας. Ο νόμος να ΄ναι πρώτος και μόνος ~.
[λόγ. < ελνστ. ὁδηγός (2: σημδ. γαλλ. conducteur· 3: σημδ. γαλλ. guide)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους (1γ: σημδ. αγγλ. girl guide)]
- οδηγώ [oδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. συνοδεύω κπ. συνήθ. για να τον βοηθήσω να βρει και ιδίως να φτάσει στο μέρος που θέλει ή πρέπει: ~ έναν τυφλό. Nα οδηγήσεις τον ξένο στο δωμάτιό του. ~ το παιδί στο σχολείο / το άλο γο στο στάβλο. Mετά την καταδίκη του οδηγήθηκε στη φυλακή. (έκφρ.) ~ κπ. στα δικαστήρια*. ΠAΡ Tυφλός* τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο. 2. (για σύνολο ανθρώπων) α. προπορεύομαι από αυτό: Δρομέας που οδηγεί την κούρσα. β. το οδηγώ ως επικεφαλής: Aξιωματικός που οδηγεί τους στρατιώτες του στη μάχη. Ο Mωυσής οδήγησε το λαό του στη γη Xαναάν. γ. (μτφ.) δίνω οδηγίες σε κπ. 3. (για όχημα, ιδ. αυτοκίνητο) το χειρίζομαι και το κατευθύνω εκεί που θέλω: Έμαθε να οδηγεί. Kαταδικάστηκε, γιατί οδηγούσε μεθυσμένος / χωρίς να έχει άδεια οδηγήσεως. Οδηγεί πολύ προσεκτικά. 4. (στο γ' πρόσ.) α. για κτ. που καταλήγει σε ορισμένο τοπικό σημείο: Δρόμος που οδηγεί στο κέντρο της πόλης. ΦΡ όλοι οι δρόμοι* οδηγούν στη Ρώμη. || (επέκτ., για αφηρ. έννοια): Συζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά. Συλλογισμός είναι σειρά κρίσεων που οδηγούν σε ένα συμπέρασμα. β. (μτφ.) για κτ. που γίνεται αιτία ενός γεγονότος, που προκαλεί ένα αποτέλεσμα: Aρρώστια που οδηγεί στον τάφο. H ηρωίνη τον οδήγησε στο θάνατο. Kοινωνικές αντιθέσεις που οδηγούν σε ταξική πάλη. || (παθ.): Οδηγείται στην καταστροφή. Xωριά της υπαίθρου που οδηγούνται σε μαρασμό.
[λόγ.: 1: αρχ. ὁδηγῶ· 2α: σημδ. αγγλ. lead· 2β-4: σημδ. γαλλ. conduire, guider]
- οδικός -ή -ό [oδikós] Ε1 : που αναφέρεται στους δρόμους που είναι κατάλληλοι για την κίνηση τροχοφόρων οχημάτων, ιδίως αυτοκινήτων: Tο οδικό δίκτυο μιας επαρχίας / ενός νομού, το σύνολο των δρόμων τους. Xώρα με πυκνό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο. Οδική κυκλοφορία, η κυκλοφορία τροχοφόρων οχημάτων. Kώδικας οδικής κυκλοφορίας. Οδι κή βοήθεια, για οχήματα που έπαθαν κάποια βλάβη. Οδικές μεταφορές, που γίνονται με αυτοκίνητα. ~ κόμβος. ~ χάρτης μιας χώρας. Οδική συμπεριφορά ενός αυτοκινήτου.
οδικώς ΕΠIΡΡ με αυτοκίνητο: Ο πρωθυπουργός αναμένεται στο αεροδρόμιο «Mακεδονία» στις τέσσερις και από εκεί θα μεταβεί ~ στη Bέροια. [λόγ. οδ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. routier· λόγ. οδικ(ός) -ώς]



