Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ογκομετρικός -ή -ό [oŋgometrikós] Ε1 : 1α. που αναφέρεται στη μέτρηση του όγκου ενός σώματος. || (ως ουσ.) η ογκομετρική, η ογκομετρία. β. ~ τόνος, ο κόρος 2. 2. (τεχνολ.) χαρακτηρισμός ενός μετρητή, μιας αντλίας ή ανάλογης διάταξης της οποίας η ένδειξη ή η λειτουργία χαρακτηρίζεται από τον όγκο του υγρού που διέρχεται μέσα από αυτή.
[λόγ. ογκομετρ(ία) -ικός (1β: μτφρδ. αγγλ. volumetric ton)]
- ογκόμετρο το [oŋgómetro] Ο42 : (φυσ.) όργανο μέτρησης του όγκου ενός στερεού σώματος χωρίς να απαιτείται η βύθιση του σώματος σε υγρό.
[λόγ. όγκ(ος) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. volumètre]
- όγκος ο [óŋgos] Ο18 : 1. το τμήμα του χώρου που κατέχει κάθε υλικό σώ μα: Nτουλάπα ελαφριά αλλά δυσκίνητη λόγω του μεγάλου όγκου της. α. (φυσ., μαθημ.) φυσικό μέγεθος που μετρά το χώρο που καταλαμβάνει κά θε υλικό σώμα: Bασική μονάδα για τη μέτρηση του όγκου είναι το κυβι κό μέτρο. Ο ~ του κύβου / του κυλίνδρου / της πυραμίδας. || Aτομικός / μοριακός ~. β. κάθε υλικό σώμα που έχει όγκο, ιδίως μεγάλο: Ο ~ ενός κτιρίου / βουνού. Ορεινός ~. || (γεωλ.) για ενιαία μάζα πετρωμάτων. 2. ποσότητα, ιδίως μεγάλη, από κτ.: Όγκοι χωμάτων / νερού. Διαδήλωση μικρή σε όγκο αλλά πρωτοφανής σε ενθουσιασμό. Ο πρωθυπουργός μίλησε σε μια πρωτοφανή σε όγκο συγκέντρωση. Λογοτεχνικό έργο μεγά λο τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα. || Ο (κύριος) ~, το μεγαλύτερο τμή μα. Ο ~ της παραγωγής / των εξαγωγών / των εισαγωγών μιας χώρας. 3. (ιατρ.) μάζα ιστών που δημιουργείται παθολογικά στο σώμα· (πρβ. νεόπλασμα): Kαλοήθης ~. Kακοήθης ~, καρκίνος. Εγχείρηση για αφαίρε ση όγκου.
ογκίδιο το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 3. [λόγ.: 1: αρχ. ὄγκος· 2: σημδ. γαλλ. masse· 3: σημδ. γαλλ. tumeur· λόγ. όγκ(ος) -ίδιον]
- ογκούμαι [oŋgúme] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) ογκώνομαι: Ογκούται η λαϊκή οργή.
[λόγ. < αρχ. ὀγκοῦμαι]
- ογκρατέν [ogratén] Ε (άκλ.) : (μαγειρ.) μέθοδος μαγειρέματος ορισμένων φαγητών, τα οποία καλύπτονται ιδίως με κρέμα ή τυρί, και ψήνονται στο φούρνο: Mακαρόνια / κουνουπίδι ~. || (ως ουσ.) το ογκρατέν: Δεν του αρέσει το ~.
[λόγ. < γαλλ. au gratin]
- ογκώδης -ης -ες [oŋgóδis] Ε11 : που έχει σχετικά μεγάλο όγκο, μεγάλες διαστάσεις: Ογκώδες δέμα / κιβώτιο. Ογκώδη έπιπλα. ~ τόμος, πολύ μεγάλος. || πολυπληθής: ~ συγκέντρωση / διαδήλωση / πορεία.
[λόγ. < αρχ. ὀγκώδης]
- όγκωμα το [óŋgoma] Ο49 : (ανατ.) εξόγκωμα.
[λόγ. < ελνστ. ὄγκωμα]
- ογκώνω [oŋgóno] -ομαι Ρ1 : 1. (σπάν.) διογκώνω κτ. 2. (μτφ.) αυξάνω ή επιτείνω κτ.: Ογκώνεται το κύμα των αυξήσεων / της λαϊκής αγανάκτησης.
[λόγ. < αρχ. ὀγκ(ῶ) `διαστέλλω΄ -ώνω]
- ογρός -ή -ό [oγrós] Ε1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) υγρός.
[μσν. ογρός < αρχ. ὑγρός με υποχωρ. αφομ. [i(y)-o > o-o] ]
- οδαλίσκη η [oδalíski] Ο30α : γενικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες του χαρεμιού. || (ιστ.) ευνοούμενη και ερωμένη του σουλτάνου ή Οθωμανών αξιωματούχων.
[λόγ. < γαλλ. odalisque (ορθογρ. δαν.) < τουρκ. odalιk κατά το επίθημα -isque = -ίσκος, -ίσκη]



