Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.210 εγγραφές [1181 - 1190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οχτακόσιοι -ες -α [oxtakós
i] & οκτακόσιοι -ες -α [oktakós i] & (προφ.) οχτακόσοι -ες -α [oxtakósi] Ε4 γεν. οχτακοσίων και οκτακοσίων αριθμτ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από οχτακόσιες (800) μονάδες: ~ στρατιώτες. Οχτακόσιες δραχμές. Οχτακόσια κιλά. Aγώνας δρόμου οχτακοσίων μέτρων. ΦΡ κάνω κπ. οχτακόσιες οκάδες*. 2. (ως ουσ., άκλ.) το οχτακόσια, ο αριθμός και το σύμβολό του: Εφτακόσια και εκατό κάνουν οχτακόσια. || σε χρονολογία: Tο / στα οχτακόσια π.X. / μ.X. || καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό οχτακόσια: Mένει στο οχτακόσια, για δωμάτιο. [αρχ. ὀκτακόσιοι με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ. στο οχτακόσιοι· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι)]
- οχταμηνίτης ο [oxtaminítis] Ο10 θηλ. οχταμηνίτισσα [oxtaminítisa] Ο27α : για νεογνό που γεννήθηκε πρόωρα, κατά τον όγδοο μήνα της κύησης.
[οχτα- + μήν(ας) -ίτης (πρβ. ελνστ. ὀκτωμηνιαῖος ίδ. σημ., διαφ. το αρχ. ὀκτάμηνος `παιδί οχτώ μηνών΄)· οχταμηνίτ(ης) -ισσα]
- οχταμηνίτικος -η -ο [oxtaminítikos] Ε5 : για νεογνό που γεννήθηκε πρόωρα, κατά τον όγδοο μήνα της κύησης: Γεννήθηκε ~. || (ως ουσ.) το οχταμηνίτικο, οχταμηνίτικο μωρό, παιδί.
[οχταμηνίτ(ης) -ικος]
- οχταπλασιάζω [oxtaplasiázo] -ομαι & οκταπλασιάζω [oktaplasiázo] -ομαι Ρ2.2 : κάνω κτ. οχτώ φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Aπό την εποχή της αγοράς του μέχρι σήμερα, η τιμή του ακινήτου οχταπλασιάστη κε.
[λόγ. < ελνστ. ὀκταπλασιάζω και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οχταπλάσιος -α -ο [oxtaplásios] & οκταπλάσιος -α -ο [oktaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι οχτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: Οχταπλάσια ποσότητα. || (ως ουσ.) το οχταπλάσιο: Aυξήθηκε στο οχταπλάσιο.
οχταπλάσια & οκταπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από την εποχή που αγοράστηκε. [λόγ. < αρχ. ὀκταπλάσιος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οχταπλός -ή -ό [oxtaplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α. που αποτελείται από οχτώ μέρη: Οχταπλό σκοινί. β. που γίνεται οχτώ φορές διαδοχικά: Οχταπλή σύγκρουση. 2. που είναι οχτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από έναν άλλον· οχταπλάσιος.
οχταπλά ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ὀκταπλ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]
- οχτάρα η [oxtára] Ο25α : (προφ.) ποινή οχτώ ημερών. α. φυλάκιση οχτώ ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. οχταήμερη αποβολή μαθητή από το σχολείο.
[οχτ(ώ) -άρα]
- οχτάρι το [oxtári] Ο44 : σύνολο από οχτώ ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα οχτώ. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό οχτώ και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα οχτάρια. 4. παραπάτημα σε σχήμα περίπου ζικ ζακ: Πώς λες ότι δεν είσαι μεθυσμένος, αφού, όταν περπατάς, κάνεις οχτάρια;
οχταράκι το YΠΟKΟΡ. [οχτ(ώ) -άρι]
- οχτασέλιδος -η -ο [oxtaséliδos] & οκτασέλιδος -η -ο [oktaséliδos] Ε5 : που αποτελείται από οχτώ σελίδες: Οχτασέλιδη εφημερίδα. || (ως ουσ., τυπ.) το οχτασέλιδο, το ένα δεύτερο του τυπογραφικού φύλλου.
[λόγ. < μσν. οκτασέλιδος < οκτα- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οχτιά η [oxtxá] Ο24 : (λογοτ.) η όχθη.
[όχτ(ος) -ιά]