Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουρακοτάγκος ο [urakotáŋgos] Ο18 : 1. μεγαλόσωμος ανθρωποειδής πίθηκος με μακρύ τρίχωμα και πολύ μακριά χέρια: Ο ~ ζει στα νησιά Σουμάτρα και Bόρνεο. 2. (υβρ, μειωτ.) για πολύ άσχημο άνθρωπο.
[λόγ. < νλατ. orang-outan, ourangoutang από γλ. της Μαλαισίας με σημ.: `άνθρωπος του δάσους΄ (παρανόηση της σημ. από τους Ευρωπαίους)]