Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
110 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οιοσδήποτε οιαδήποτε οιονδήποτε [iozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε5) : (λόγ.) οποιοσδήποτε: Οιαδήποτε στιγμή / ώρα. || (ως ουσ.): Δεν είναι δυνατόν ο ~ να έχει τέτοιες απαιτήσεις.
[λόγ. < αρχ. οἱοσδήποτε `τέτοιου είδους΄]
- οισοφαγίτιδα η [isofajítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου του οισοφάγου.
[λόγ. < γαλλ. Ψsophagite < Ψsophag(ue) < αρχ. οἰσοφάγ(ος) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- οισοφάγος ο [isofáγos] Ο18 : (ανατ.) τμήμα του πεπτικού συστήματος που έχει τη μορφή ενός μυώδους σωλήνα, ο οποίος συνδέει το φάρυγγα με το στομάχι.
[λόγ. < αρχ. οἰσοφάγος (αρχ. θ. οἰσ- του ρ. φέρω)]
- οιστρήλατος -η -ο [istrílatos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., ιδ. για πρόσ.) που βρίσκε ται σε μεγάλη συναισθηματική ένταση.
[λόγ. < αρχ. οἰστρήλατος `σπρωγμένος στην τρέλα από αλογόμυγα΄]
- οιστρηλατώ [istrilató] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) προκαλώ σε κπ. μεγάλη συναισθηματική ένταση: Ρήτορας που οιστρηλατεί τα πλήθη, τα ενθουσιάζει.
[λόγ. < ελνστ. οἰστρηλατῶ `είμαι τρελός από αλογόμυγα΄]
- οιστρογόνα τα [istroγóna] Ο39 : (βιολ.) είδος ορμονών που επηρεάζουν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας (ανάπτυξη, ωρίμανση, λειτουργία).
[λόγ. < διεθ. estro- < αρχ. οrστρο(ς) + -gen = -γόνον, ουδ. του -γόνος, στον πληθ.]
- οίστρος ο [ístros] Ο18 : 1. (ζωολ.) γένος δίπτερων εντόμων: Ο ~ του βοδιού / του προβάτου, έντομο που συνήθ. ενοχλεί τα βόδια / τα πρόβατα. Ο ~ του αλόγου, η αλογόμυγα. 2. (μτφ.) για συναισθηματική ένταση που χαρακτηρίζεται από έμπνευση, ενθουσιασμό ή δημιουργικότητα: Ποιητικός / δημιουργικός ~. Tραγουδάει με οίστρο. 3. (βιολ.) το σύνολο των φαινομένων που συνοδεύουν την ωορρηξία στις γυναίκες και τα θηλυκά θηλαστικά.
[λόγ. < αρχ. οrστρος `αλογόμυγα, κτ. που τρελαίνει, παράφρονο πάθος΄, ελνστ. σημ.: `ζήλος΄]
- οιωνός ο [ionós] Ο17 : κάθε γεγονός, φυσικό φαινόμενο κτλ. που θεωρείται ως ένδειξη για το τι θα συμβεί στο μέλλον: Aίσιος ~ ή καλός ~. Kακός ~.
[λόγ. < αρχ. οἰωνός `μεγάλο αρπαχτικό πουλί, μαντικό σημάδι΄]
- οιωνοσκοπία η [ionoskopía] Ο25 : η τέχνη του οιωνοσκόπου.
[λόγ. < ελνστ. οἰωνοσκοπία]
- οιωνοσκόπος ο [ionoskópos] Ο18 : μάντης που προέβλεπε το μέλλον παρατηρώντας τη συμπεριφορά ορισμένων πουλιών (πέταγμα, κραυγές κτλ.) ή διάφορα φαινόμενα στην ατμόσφαιρα (αστραπές, βροντές κτλ.).
[λόγ. < αρχ. οἰωνοσκόπος]