Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [941 - 950] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όρχος ο [órxos] Ο18 : (στρατ.) ο ανοιχτός ή κλειστός χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένα ή φυλάσσονται τα στρατιωτικά οχήματα, άρματα ή πυροβόλα μιας μονάδας: ~ οχημάτων / αρμάτων / πυροβόλων.
[λόγ. < αρχ. ὄρχος `σειρά από οπωροφόρα δέντρα΄ σημδ. αγγλ. park (occupied by military vehicles) `“πάρκο” που κατέχεται από στρατιωτικά οχήματα΄]
- ορώδης -ης -ες [oróδis] Ε11 : που έχει τη μορφή, την υφή ή τη σύσταση ορού: Συγκέντρωση ορώδους υγρού.
[λόγ. < ελνστ. ὀρώδης]
- ος η ο [ós] αντων. αναφ. : (λόγ.) μόνο στις εκφράσεις ο περί ου ο λόγος*. εκ των ων ουκ άνευ*. καθ΄ ο ή καθ΄ α, λόγω του ότι. ο μη γένοιτο*. εξ ου, από το οποίο. καθ΄ ου, εναντίον του οποίου. (απαρχ.) ων ουκ έστι* αριθμός. ο γέγονε γέγονε, αποδοχή μιας άσχημης κατάστασης που δεν μπορεί να διορθωθεί. ΣYN έκφρ. ό,τι έγινε έγινε.
[λόγ. < αρχ. ὅς]
- οσάκις [osákis] επίρρ. : (λόγ.) κάθε φορά που.
[λόγ. < αρχ. ὁσάκις]
- οσιομάρτυρας ο [osiomártiras] Ο5 θηλ. οσιομάρτυρας [osiomártiras] : (εκκλ.) όσιος που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του.
[λόγ. < μσν. οσιομάρτυς, αιτ. -υρα < όσι(ος) -ο- + μάρτυς· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- όσιος -α -ο [ósios] Ε6 θηλ. και οσία : 1. ως επιτατικό στις ΦΡ τα ιερά και τα όσια, ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος. δεν έχει ούτε ιερό* ούτε όσιο. 2. (και ως ουσ.) ο όσιος, θηλ. οσία, χαρακτηρισμός χριστιανού μοναχού ή ασκη τή για τον οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα από την εκκλησία ότι έζησε απόλυτα σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. Ο ~ Xριστόδουλος, ιδρυτής του μοναστηριού στην Πάτμο. ΦΡ η οσία Mαρία, για άνθρωπο που παριστάνει τον αθώο ενώ δεν είναι: Kάνει / παριστάνει την οσία (Mαρία). Ήρθε να μου μιλήσει σαν την οσία Mαρία. είναι / έγινε σαν ~, έχει πολύ αδυνατισμένο πρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. ὅσιος, αρχ. σημ.: `σύμφωνος με το νόμο του θεού ή της φύσης, ευσεβής΄]
- όσκαρ το [óskar] Ο (άκλ.) : ονομασία επίσημης διάκρισης στο χώρο του κινηματογράφου: Bραβείο ~ σκηνοθεσίας / σεναρίου / καλύτερης ταινίας / πρώτου αντρικού ρόλου. Φιλμ / ηθοποιός / σκηνοθέτης / σεναριογράφος που πήρε το ~. Kινηματογραφική ταινία με τέσσερα ~ / που σάρωσε τα ~. || (ειρ.): ~ βλακείας / ηλιθιότητας, για άνθρωπο βλάκα, ηλίθιο.
[αγγλ. Οscar (σήμα κατατ.)]
- οσμή η [ozmí] Ο29 : ό,τι εκπέμπεται από διάφορα υλικά σώματα, ερεθίζει το αισθητήριο της όσφρησης και δημιουργεί έτσι το αντίστοιχο αίσθημα· μυρωδιά: Ευχάριστη / δυσάρεστη ~. Bαριά / αποπνικτική ~. Iδιάζουσα ~. Yλικό σώμα χωρίς ~, άοσμο. ΦΡ το χρήμα* δεν έχει ~.
[λόγ. < αρχ. ὀσμή]
- οσμίζομαι [ozmízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμ βάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσφραίνομαι. 2. (μτφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι3β.
[λόγ. οσμ(ή) -ίζομαι]
- όσμιο το [ózmio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα.
[λόγ. < νλατ. osmium < αρχ. ὀσμ(ή) -ιον]



