Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [881 - 890] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορνιθοτροφείο το [orniθotrofío] Ο39 : χώρος εφοδιασμένος με εγκαταστάσεις ειδικές για την εκτροφή πουλερικών· πτηνοτροφείο: Kοτόπουλο / αυγά από ~.
[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθοτροφεῖον]
- ορνιθοτροφία η [orniθotrofía] Ο25 : εκτροφή και εκμετάλλευση πουλερικών ιδίως ως οικονομική δραστηριότητα· πτηνοτροφία.
[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθοτροφία]
- ορνιθώνας ο [orníθónas] Ο2 : (λόγ.) το κοτέτσι.
[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθών, αιτ. -ῶνα]
- όρνιο το [órno] Ο39 : 1. γενική ονομασία για μεγάλα αρπακτικά πτηνά και ιδίως για το γύπα: Mερικά όρνια έκαναν κύκλους πετώντας πάνω από το άλογο που ψοφούσε. (έκφρ.) έπεσαν σαν όρνια στο ψοφίμι, με αρπακτική διάθεση. 2. (υβρ.) για βλάκα ή απρόσεχτο άνθρωπο: Δεν κατάλαβες ακόμα, ρε ~; Πρόσεχε, ρε ~.
[αρχ. ὄρνεον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) `πουλί΄ (δες στο όρνιθα), η χρήση της λ. για μεγάλα πουλιά αρχίζει να εξειδικεύεται κατά την ελνστ. εποχή]
- ορνιός ο [ornós] Ο17 : (λαϊκότρ.) η αγριοσυκιά.
[*ερνιός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] < αρχ. ἐρινεός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και συγκ. του άτ. [i] (σύγκρ. όρσε)]
- ορντέβρ το [ordévr] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός για φαγώσιμα που προσφέρονται πριν από το κυρίως γεύμα ή το δείπνο ως ορεκτικά: Aντζούγιες, ελιές κι άλλα ~. Ποικιλία από ~.
[λόγ. < γαλλ. hors-d΄œuvre]
- ορντινάντσα η [ordinántsa] & ορντινάτσα η [ordinátsa] Ο25α : στρατιώτης που ανήκε στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού.
[ιταλ. ordinanza· αποβ. του [n] πριν από [ts] ]
- ορο- 1 [oro] & ορό- [oró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (αρσ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο σύνορο, στο όριο: ~θέτηση, ~σήμανση, ~φύλακας, ορόσημο.
[λόγ. < ελνστ. ὁρο- θ. του αρχ. ουσ. ὅρο(ς) ὁ ως α' συνθ.: ελνστ. ὁρο-θεσία]
- ορο- 2 & ορό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (ανατ., ιατρ.) το ουσ. ορός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~αιμάτωμα, ~γόνος, ~διάγνωση. || ορόγαλα.
[λόγ. < αρχ. ὀρο- θ. του ουσ. ὀρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὀρο-ποσία `το να πίνει κάποιος τυρόγαλο΄ μτφρδ. γαλλ. séro-: ορο-θεραπεία < γαλλ. sérothérapie]
- ορο- 3 & ορεο- [oreo] ή ορεό- [oreó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (ουδ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στα βουνά: ~πέδιο, ~σειρά, ~γένεση, ορεογνωσία, ορεογραφία, ορεόφυτα.
[λόγ. < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο- θ. του αρχ. ουσ. ὄρο(ς) τό ως α' συνθ.: ελνστ. ὀρο-πέδιον, ὀρεο-σέλινον & γαλλ. oro-, oréo- < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο-: ορο-γραφικός < γαλλ. orographique, ορεο-πίθηκος < oréopithèque]



