Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
1,210 items total [791 - 800]
ορθογραφία η [orθoγrafía] Ο25 : ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να γράφε ται μια λέξη: Kανόνες ορθογραφίας. Φωνητική ~ ή φωνηματική ~, όταν για κάθε φώνημα υπάρχει ένα μόνο γράμμα, ενώ κάθε γράμμα αντιστοιχεί σε ένα μόνο φώνημα. Iστορική ~, που βασίζεται στον τρόπο που γραφόταν μια γλώσσα σε παλαιότερες περιόδους της ιστορίας της. Aπλοποίηση της ορθογραφίας μιας γλώσσας. Οι λέξεις διάλυμα και διάλειμμα δεν έχουν ίδια ~. H ~ ενός συγγραφέα / ενός βιβλίου, οι ορθογραφικές ιδιομορφίες του. || η ορθογραφία ως σχολικό μάθημα: Mου υπαγορεύουν / γράφω την ~. Tετράδιο ορθογραφίας. Πήρε άριστα στην ~. Για τιμωρία τού έβαλε να γράψει είκοσι φορές την ~.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφία]

ορθογραφικός -ή -ό [orθoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ορθογραφία: Ορθογραφικοί κανόνες. Ορθογραφικά λάθη. Ορθογραφικό λεξικό, που δίνει την ορθογραφία κάθε λέξης. ~ οδηγός της γραμματικής. ορθογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφικός]

ορθογράφος ο [orθoγráfos] Ο18 θηλ. ορθογράφος [orθoγráfos] Ο35 : αυτός που μπορεί να γράφει χωρίς ορθογραφικά λάθη.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ορθογραφώ [orθoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω χωρίς ορθογραφικά λάθη: Ορθογραφείται μία λέξη, γράφεται σωστά από ορθογραφική άποψη.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφῶ]

ορθογωνικός -ή -ό [orθoγonikós] Ε1 : (για σχήμα ή σώμα) που μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή παραλληλεπίπεδο· ορθογώνιος: ~ σωλήνας.

[λόγ. ορθογών(ιον) -ικός]

ορθογώνιος -α -ο [orθoγónios] Ε6 : 1. (μαθημ.) που σχηματίζει μία τουλάχιστον ορθή γωνία: Ορθογώνιο τρίγωνο / παραλληλόγραμμο / τραπέζιο / παραλληλεπίπεδο. || (ως ουσ.) το ορθογώνιο, το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. 2. (για σχήμα ή σώμα) που μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή παραλληλεπίπεδο· ορθογωνικός: Ένα ορθογώνιο χωράφι / κτίριο.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογώνιος]

ορθοδοντική η [orθoδontikí] Ο29 : κλάδος της οδοντιατρικής που ασχολείται με την αποκατάσταση των δοντιών στην κανονική τους θέση: Kαθηγητής / διδασκαλία της ορθοδοντικής.

[λόγ. < γαλλ. orthodontie < orth(o)- = ορθ(ο)- 1 + αρχ. ὀδοντ- (δες δόντι) -ie = -ική, θηλ. του -ικός]

ορθοδοντικός ο [orθoδontikós] Ο17 θηλ. ορθοδοντικός [orθoδontikós] Ο34 : οδοντίατρος ειδικευμένος στην ορθοδοντική.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επίθ. ορθοδοντικός σημδ. γαλλ. orthodontiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ορθοδοντικός -ή -ό [orθoδontikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ορθοδοντική: Ορθοδοντικά εργαλεία / μηχανήματα. || (ως ουσ.) ο ορθοδοντικός*.

[λόγ. ορθοδοντ(ική) -ικός]

ορθοδοξία η [orθoδoksía] Ο25 : 1α. σύνολο από ιδέες ή απόψεις που στα πλαίσια μιας κοσμοθεωρίας, θρησκείας κτλ. θεωρούνται σωστές ή είναι κατ΄ αποκλειστικότητα παραδεκτές: Πολιτική / κομματική / κομμουνιστική ~. Mία γλωσσική μορφή που απέχει πολύ από την ψυχαρική ~. Θρησκευτική ~, η ορθή θρησκευτική πίστη. β. η ιδιότητα εκείνου που είναι ορθόδοξος1: H ~ μιας άποψης / ενός έργου τέχνης. 2. (εκκλ.) α. η χριστιανική ορθοδοξία όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις οικουμενικές συνόδους: Ο αγώνας της ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων. Kυριακή της Ορθοδοξίας. β. η ανατολική χριστιανική εκκλησία και το θρησκευτικό δόγμα που αυτή δέχεται: Διαφορές ορθοδοξίας και καθολικισμού. Ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης. H ~ ήταν το κοινό γνώρισμα όλων των βαλκανικών λαών κατά τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθοδοξία `σωστή γνώμη, ορθοδοξία΄]

< Previous   1... 78 79 [80] 81 82 ...121   Next >
Go to page:Go