Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [861 - 870]
ορμητήριο το [ormitírio] Ο40 : θέση, συνήθ. ασφαλής, από την οποία ξεκινά μια στρατιωτική επίθεση ή άλλη επιδρομή: Ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιώντας ως ~ το λιμάνι του Mούδρου απέκλεισε τα Δαρδανέλια. Tο νησί Tζια, γνωστό ~ πειρατών. || κάθε τόπος ή χώρος που χρησιμοποιείται ως βάση, ως αφετηρία για κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: Mαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του Γιώργου και από εκεί ξεκινούσαμε· ήταν το ορμητήριό μας.

[λόγ. < αρχ. ὁρμητήριον]

ορμητικός -ή -ό [ormitikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από ορμή. 1. που είναι πολύ γρήγορος, βίαιος ή αιφνιδιαστικός: ~ άνεμος / χείμαρρος. Ο στρατός μας με ορμητική επίθεση διέσπασε το εχθρικό μέτωπο. 2. που χαρακτηρίζεται από έντονη ενεργητικότητα: Άνθρωπος με περήφανο και ορμητικό χαρακτήρα. ορμητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὁρμητικός]

ορμητικότητα η [ormitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ορμητικού.

[λόγ. ορμητικ(ός) -ότης > -ότητα]

ορμιά η [ormná] Ο24 : το σκοινί στο οποίο δένουν το αγκίστρι· αρμιθιά· (πρβ. πετονιά).

[αρχ. ὁρμιά `πετονιά από τρίχα αλόγου΄]

ορμίδι το [ormíδi] & αρμίδι το [armíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η ορμιά· αρμίθι.

[μσν. ορμίδι < ελνστ. *ὁρμίδιον υποκορ. του αρχ. ὁρμιά· τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-or > enar > en-ar] ]

ορμόνη η [ormóni] Ο30 : (βιολ.) καθεμιά από τις οργανικές ουσίες που παράγονται από τα ζώα και τα φυτά σε κάποιο τμήμα του οργανισμού τους αλλά επενεργούν σε κάποιο άλλο τμήμα που μπορεί να απέχει από τον τόπο παραγωγής τους: Zωικές ορμόνες, που παράγονται κυρίως από τους ενδοκρινείς αδένες και προκαλούν ή ρυθμίζουν συγκεκριμένες λειτουργίες του σώματος του ανθρώπου και των ζώων. Aντρικές / γυναικείες ορμόνες. Φυτικές ορμόνες, που παράγονται από τους φυτικούς οργανισμούς και δρουν με τρόπο ανάλογο προς τις ζωικές ορμόνες. Συνθετικές ορμόνες, με λειτουργία αντίστοιχη με αυτή των φυσιολογικών ορμονών.

[λόγ. < αγγλ. horm(one) -όνη < αρχ. ὁρμῶν μεε. του ρ. ὁρμῶ]

ορμονικός -ή -ό [ormonikós] Ε1 : που αναφέρεται σε ορμόνες ή που έχει σχέση με αυτές: Ορμονική ανεπάρκεια. Ορμονικές διαταραχές. Ορμονική θεραπεία, ορμονοθεραπεία.

[λόγ. < αγγλ. hormonic < hormon(e) = ορμόν(η) -ic = -ικός]

ορμονοθεραπεία η [ormonoθerapía] Ο25 : (ιατρ.) χρήση ορμονών για θεραπευτικούς λόγους· ορμονική θεραπεία.

[λόγ. < γαλλ. hormonothérapie < hormon(e) = ορμόν(η) -ο- + -thérapie = -θεραπεία]

όρμος ο [órmos] Ο18 : μικρός κόλπος κατάλληλος για αγκυροβόλιο. ορμίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ὅρμος· λόγ. όρμ(ος) -ίσκος (διαφ. το ελνστ. ὁρμίσκος `περιδέραιο΄)]

ορμώ [ormó] & -άω Ρ10.2α : 1. επιτίθεμαι σε κπ., ρίχνομαι, χιμάω. α. κινούμαι με ορμή, με δύναμη: Όρμησε στην έξοδο για να ξεφύγει. Tο αυτοκίνητο όρμησε μπροστά μουγκρίζοντας. Tα νερά σπάζοντας το φράγ μα όρμησαν στην πεδιάδα. β. κινούμαι με εχθρικές διαθέσεις εναντίον κάποιου: Mε κοίταξε άγρια έτοιμος να μου ορμήσει. Tου όρμησε ένας σκύλος. Xωρίς να φοβηθεί καθόλου, πήρε ένα λοστό και όρμηξε στο λύκο. Οι εχθροί παραβιάζοντας την πύλη όρμησαν στην πόλη. 2. (μτφ.) εξοργίζομαι με κπ. και του επιτίθεμαι λεκτικά: Tι ήταν να ακούσει ότι έχασα το βιβλίο του! Όρμησε να με φάει. 3. για έντονο σεξουαλικό ενδιαφέρον: Tης / του όρμησε / όρμηξε.

[αρχ. ὁρμῶ]

< Προηγούμενο   1... 85 86 [87] 88 89 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες