Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
1,210 items total [771 - 780]
ορδί το [orδí] Ο43 : (παρωχ.) στρατιωτικό σώμα. || Ρίχνω ~, στρατοπεδεύω.

[τουρκ. ord(u)]

ορεβουάρ [orevuár] & ορβουάρ [órvuár] επιφ. : αντίο, εις το επανιδείν.

[λόγ. < γαλλ. au revoir (ορεβ-: ορθογρ. δαν.)]

ορέγομαι [oréγome] Ρ3β (χωρίς μππ.) : (λόγ.) επιθυμώ πολύ κτ., το ποθώ: Ορέγεται μεγαλεία.

[λόγ. < αρχ. ὀρέγομαι]

ορειβασία η [orivasía] Ο25 : ανέβασμα ή αναρρίχηση σε βουνό: Kάνω ~. Tου αρέσει η ~. || σπορ που συνίσταται στην αναρρίχηση σε κορυφές βουνών ή στο πέρασμα από δύσβατα ορεινά σημεία· αλπινισμός: Aσχολείται με την ~. Σύνεργα / τεχνική της ορειβασίας.

[λόγ. < ελνστ. ὀρειβασία `περιπλάνηση στα βουνά΄ σημδ. αγγλ. mountaineering ή γερμ. Bergsteigen]

ορειβάτης ο [orivátis] Ο10 θηλ. ορειβάτισσα [orivátisa] Ο27 : αυτός που ασχολείται με την ορειβασία: H εξάρτυση του ορειβάτη. Ομάδα ορειβατών, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο.

[λόγ. ορει(βασία) -βάτης (διαφ. το αρχ. ὀρειβάτης `ζώο που ζει στα βουνά΄)· λόγ. ορειβάτ(ης) -ισσα]

ορειβατικός -ή -ό [orivatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ορειβασία ή στον ορειβάτη: ~ σύλλογος. || (στρατ.) Ορειβατι κό πυροβολικό, είδος πυροβολικού· ορεινό.

[λόγ. ορειβάτ(ης) -ικός (διαφ. το ελνστ. ὀρειβατικός `που αναφέρεται σε ορεινό ταξίδι΄)]

ορεινός -ή -ό [orinós] Ε1 : ANT πεδινός. 1α. που αποτελείται από βουνά ή που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα / περιοχή. Ορεινό έδαφος / τοπίο. H ορεινή Θεσσαλία. Ο ~ όγκος της Πίνδου, τα βουνά της Πίνδου. Ορει νή αλυσίδα. || (ως ουσ.) τα ορεινά, οι ορεινές περιοχές: Θα χιονίσει στα ορεινά της χώρας. β. που χαρακτηρίζει τα βουνά ή τις ορεινές περιοχές: Ορεινό κλίμα, βουνίσιο. 2. που βρίσκεται σε βουνό ή σε ορεινή περιοχή· βουνίσιος: Ορεινά μονοπάτια. Ορεινές διαβάσεις. Εγκαταλειμμένο ορει νό χωριό. 3α. που ζει ή που αναπτύσσεται σε ορεινές περιοχές· βουνίσιος: Ορεινή πέρδικα. Ορεινή βλάστηση. ~ πληθυσμός, που κατοικεί μόνιμα σε ορεινή περιοχή· ορεσίβιος. β. που αφορά τις ορεινές περιοχές: Ορεινή οικονομία. || (στρατ.) Λόχος Ορεινών Kαταδρομών (ΛΟK). Ορεινό πυροβολικό, είδος πυροβολικού· ορειβατικό. γ. (ιστ., ως ουσ.) οι ορεινοί, ονομασία αριστερής παράταξης κατά τη γαλλική επανάσταση.

[λόγ. < αρχ. ὀρεινός (3γ: σημδ. γαλλ. les Montagnards)]

ορειχάλκινος -η -ο [orixálkinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ορείχαλκο· (πρβ. μπρούντζινος): Ορειχάλκινα εργαλεία / σκεύη. Ορειχάλκινη εποχή, η εποχή του ορείχαλκου.

[λόγ. < αρχ. ὀρειχάλκινος]

ορείχαλκος ο [oríxalkos] Ο20α : γενική ονομασία για διάφορα κράματα χαλκού με ψευδάργυρο· (πρβ. μπρούντζος): Εργαλεία / σκεύη από ορείχαλκο. Εποχή του ορείχαλκου, ιστορική περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον ορείχαλκο για κατασκευή εργαλείων.

[λόγ. < αρχ. ὀρείχαλκος]

ορεκτικός -ή -ό [orektikós] Ε1 : που προκαλεί επιθυμία για φαγητό. α. (για φαγώσιμο) που ανοίγει την όρεξη: Ορεκτικοί μεζέδες. || (ως ουσ.) το ορεκτικό, κάθε φαγώσιμο, που το τρώνε πριν από το κυρίως φαγητό για να ανοίξει η όρεξη· ορντέβρ: Mια πιατέλα με ορεκτικά. β. (για φαρμακευτική ουσία) που καταπολεμά την ανορεξία. || (συνήθ. ως ουσ.) το ορεκτικό, φάρμακο που καταπολεμά την ανορεξία: Ο γιατρός τού έδωσε ένα ορεκτικό.

[λόγ. < ελνστ. ὀρεκτικός, αρχ. σημ.: `που αναφέρεται στην επιθυμία΄]

< Previous   1... 76 77 [78] 79 80 ...121   Next >
Go to page:Go