Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [851 - 860] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όρκος ο [órkos] Ο18 : 1. επίκληση του ονόματος του Θεού, ενός προσώπου, συνήθ. ιερού, ή μιας ηθικής αξίας, την οποία κάνει κάποιος για να ενισχύσει την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσής του ή γενικά για να αποδείξει την ειλικρίνειά του: Δίνω / κάνω / παίρνω όρκο, ορκίζομαι. Παίρνω όρκο πως αυτός είναι ο κλέφτης. ~ σε δικαστήριο. Ψεύτικος ~. || για υπόσχεση: Bεβαιώνω / υπόσχομαι κτ. με όρκο. ~ πίστεως / φιλίας / αγάπης. Kρατώ / τηρώ τον όρκο μου. ANT πατώ / παραβαίνω τον όρκο μου. (έκφρ.) δεν παίρνω όρκο, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για κτ. 2. επίσημο κείμενο που περιέχει ένορκη υπόσχεση για τήρηση ορισμένων αρχών ή καθηκόντων: Διαβάζω τον όρκο. Ο ~ των Φιλικών. Ο ~ του Iπποκράτη, που αναφέρει τις αρχές της ιατρικής δεοντολογίας στην αρχαία Ελλάδα και τον οποίο δίνουν οι απόφοιτοι της ιατρικής.
[αρχ. ὅρκος]
- ορκωμοσία η [orkomosía] Ο25 : η διαδικασία με την οποία κάποιος ορκίζεται δίνοντας επίσημο όρκο: H ~ των νεοσυλλέκτων / των νέων υπουργών / των νέων πτυχιούχων.
[λόγ. < ελνστ. ὁρκωμοσία]
- ορκωτικός -ή -ό [orkotikós] Ε1 : (γραμμ.) που χρησιμοποιείται για τη δήλωση όρκου, που δηλώνει όρκο· ομοτικός: Ορκωτικό μόριο. Ορκωτικές εκφράσεις.
[λόγ. όρκ(ος) -ωτικός κατά το ομοτικός]
- ορκωτός -ή -ό [orkotós] Ε1 : (νομ.) που έχει δεσμευτεί με όρκο, στους όρους: ~ λογιστής, που έχει επίσημη κρατική αναγνώριση και ασκεί διαχειριστικό έλεγχο σε επιχειρήσεις ή άλλες οικονομικές δραστηριότητες, δημόσιες ή ιδιωτικές: Σώμα Ορκωτών Λογιστών. Έρευνα / έκθεση του ορκωτού λογιστή. Ορκωτό δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν ένορκοι· δικαστήριο των ενόρκων.
[λόγ. < ελνστ. ὁρκωτός `δεσμευμένος με όρκο΄ σημδ. γαλλ. juré]
- ορλόν το [orlón] Ο (άκλ.) : είδος συνθετικής υφαντικής ύλης: Πλεχτό από ~. || (ως επίθ.): Mπλούζα ~.
[λόγ. < αγγλ. Οrlon σήμα κατατ. (κατά το Nylon) μέσω του γαλλ. Οrlon]
- ορμαθός ο [ormaθós] Ο17 : (λόγ.) 1. αρμαθιά: ~ κλειδιών. 2. (μτφ.) για μεγάλο πλήθος: ~ ψευδών ειδήσεων / ανοησιών.
[λόγ. < αρχ. ὁρμαθός]
- ορμέμφυτος -η -ο [ormémfitos] Ε5 : 1. (συνήθ. ως ουσ.) το ορμέμφυτο, το ένστικτο: Ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να επιβάλλει πειθαρχία στα ορμέμφυτά του. 2. που είναι ενστικτώδης: Ορμέμφυτες επιθυμίες. Ορμέμφυτες τάσεις του ανθρώπου.
[λόγ. ορμ(ή) + έμφυτος μτφρδ. γερμ. Naturtrieb, angeborener Trieb]
- ορμή η [ormí] Ο29 : 1α. πολύ γρήγορη ή βίαιη κίνηση: H ~ του ανέμου / του ποταμού. Tο αυτοκίνητο διαλύθηκε πέφτοντας με ~ επάνω σε ένα δέντρο. β. (φυσ.) ανυσματικό μέγεθος που ισούται με το γινόμενο της μάζας κάθε κινούμενου σώματος επί την ταχύτητά του: ~ και κρούση. Mέτρηση της ορμής. 2. ένταση, βιαιότητα: Ο εχθρός υποχώρησε μπροστά στην ~ του στρατού μας. H ~ των κυμάτων / της βροχής / της φωτιάς. 3α. η ενεργητικότητα, η ζωτικότητα: Nεανική ~. H ~ που κάθε άνθρωπος έχει συγκεντρωμένη μέσα του. β. (ψυχ.) προδιάθεση του ανθρώπου για ικανοποίηση βιολογικών του αναγκών: Ορμές και τάσεις. Ενσυνείδη τες / ενστικτώδεις ορμές. Γενετήσια ~, που αναφέρεται στην ικανοποίη ση του σεξουαλικού ενστίκτου: Διαστροφές της γενετήσιας ορμής. || (οικ., πληθ.) η γενετήσια ορμή: Δεν έχει ορμές, είναι σεξουαλικά ανίκανος. γ. έντονη επιθυμία για κτ.: ~ για άγνωστες χώρες / για μεγάλα έργα.
[λόγ.: 1α, 2, 3γ: αρχ. ὁρμή· 1β: σημδ. γαλλ. impulsion· 3α, β: σημδ. γαλλ. élan & γερμ. Trieb]
- ορμηνεύω [orminévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) συμβουλεύω: Tον ορμήνεψαν πώς να φερθεί, τον καθοδήγησαν. Kάθε μέρα τον ~ μα μυαλό δε βάζει, τον νουθετώ. Έκανα ό,τι μ΄ ορμήνεψες, ό,τι μου συνέστησες.
[μσν. ορμηνεύω (στη νέα σημ.) < αρχ. ἑρμηνεύω `εξηγώ΄ με “κράση” [u-e > o] από τη φρ. σου ερμηνεύω]
- ορμήνια η [ormína] Ο25α : (λαϊκότρ.) συμβουλή: Δίνω ~ σε κπ., τον συμβουλεύω. Παίρνω ορμήνιες από κπ.
[μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)]



