Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [841 - 850]
οριοθέτηση η [orioθétisi] Ο33 : χάραξη των ορίων. 1. εντοπισμός των ακραίων σημείων μιας επιφάνειας ή χάραξη των ορίων ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οροθέτηση: ~ ενός οικισμού / ενός κράτους. ~ μιας λίμνης μεταξύ των γειτονικών κρατών. H ~ της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου. || προσδιορισμός του ακριβούς ορίου μεταξύ δύο επιφανειών: ~ μεταξύ δύο οικοπέδων. 2. (μτφ.) προσδιορισμός των ορίων σε μεγέθη, καταστάσεις, ιδιότητες, δραστηριότητες κτλ.: H ~ των αρμοδιοτήτων κάθε υπουργείου. Είναι δύσκολη η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. ~ μιας ιστορικής περιόδου, εντοπισμός των ορίων της.

[λόγ. οριοθετη- (οριοθετώ) -σις > -ση]

οριοθετώ [orioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : χαράζω τα όρια. 1. εντοπίζω τα ακραία σημεία μιας επιφάνειας ή χαράζω τα όρια ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οροθετώ. 2. (μτφ.) σε μεγέθη, καταστάσεις, ιδιότητες, δραστηριότητες κτλ.: Aπό το Σύνταγμα οριοθετούνται οι αρμοδιότητες κάθε φορέα της εξουσίας.

[λόγ. < ελνστ. ὁριοθετῶ & σημδ. γαλλ. délimiter]

ορισμένος -η -ο [orizménos] Ε3 μππ. του ορίζω : 1. που έχουν αναφερθεί τα κύρια χαρακτηριστικά του, που έχει περιγραφεί: H έννοια της αρετής είναι ορισμένη ήδη από την αρχαιότητα. 2. που είναι καθορισμένος, κανονισμένος, έτσι ώστε να είναι συγκεκριμένος: Ο υπουργός δέχεται το κοινό ορισμένη μέρα και ώρα. Οι τιμές είναι ορισμένες. || (πληθ.) μερικοί, όχι σαφώς καθορισμένοι: Είναι ορισμένα ζητήματα που πρέπει να διευκρινιστούν. Έχω ορισμένους ενδοιασμούς / ορισμένες απορίες. || (ως ουσ., πληθ., χωρίς άρθρο): Έχω την εντύπωση ότι ορισμένοι δεν είναι απολύτως σύμφωνοι. || κάποτε και με άρθρο: Aυτοί οι ορισμένοι, που διαφωνούν, να έρθουν να μου ζητήσουν το λόγο.

[λόγ. < αρχ. ὡρισμένος `που είναι καθορισμένα τα όριά του΄ μππ. του ὁρίζω (ορθογρ. κατά το ορίζω)]

ορισμός ο [orizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ορίζω. 1α. (σπάν.) καθορισμός: ~ κηδεμόνα σε ανήλικα ορφανά. β. πρόταση ή περίοδος στην οποία περιγράφονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας λέξης ή γενικά μιας έννοιας: Δίνω / κάνω έναν ορισμό. Σαφής / ακριβής / σύντομος ~. Οι ορισμοί των λημμάτων ενός λεξικού, τα ερμηνεύματα που αντιστοιχούν σε κάθε σημασία: Ετυμολογικός ~. Ο ~ της δικαιοσύνης / της αρετής. Φιλοσοφικός ~. Ο ~ της τραγωδίας κατά τον Aριστοτέλη. (έκφρ.) εξ ορισμού, ως συνέπεια λογικών συμβάσεων που εξαρχής έγιναν αποδεκτές: Εξ ορισμού δεχόμαστε ότι το παραλληλόγραμμο έχει τις τέσσερις πλευρές του ανά δύο παράλληλες. 2. (λαϊκότρ.) α. διαταγή, εντο λή, παραγγελία, συνήθ. στην έκφραση (είμαι) στους ορισμούς σου, είμαι στη διάθεσή σου. β. επιθυμία.

[1: λόγ. < αρχ. ὁρισμός· 2: ελνστ. ὁρισμός `ψήφισμα, θέσπισμα΄]

ορίστε [oríste] : επιφωνηματική έκφραση με πολλαπλή χρήση. 1α. ευγενική απάντηση στο κάλεσμα κάποιου: Γιώργο! -~ μαμά! Γκαρσόν. -~· τι θέλετε; β. απάντηση στο τηλέφωνο: Σήκωσε το ακουστικό και είπε: ~! (Nαι) ~! ~, παρακαλώ. γ. με προστακτική ή κάποια άλλη ισοδύναμη έκφραση ή με ερωτηματική πρόταση: ~ καθίστε. ~ τι επιθυμείτε / τι θέλετε; ~ σας ακούω! δ. σε ευγενική παράδοση, προσφορά ενός πράγματος: ~ τα βιβλία που ζητήσατε. ~ τα καφεδάκια σας! ~ τα ρέστα σας! ~ τα χρήματα που μου ζητήσατε! || Ορίστε, όταν κερνάμε έναν καλεσμένο. ε. (συχνά με επιρρηματικό τοπικό προσδιορισμό) σε ευγενική πρόσκληση ή σε παράκληση προς τους επισκέπτες: ~ κι από το σπίτι μας. ~ από εδώ. ~ (περάστε) μέσα. 2. για να δηλώσει: α. έκπληξη και αποδοκιμασία ή ειρωνεία προς τη συμπεριφορά ή τα λόγια κάποιου: ~ μας δεν είναι κατάσταση αυτή! ~ χάλια! ~ έγινε άνθρωπος και μιλάει! / ~ ακόμη δε βγήκε από το αυγό και μιλάει! β. επιθυμία για διευκρίνηση πραγματική (π.χ. σε λόγια που δεν ακούσαμε καλά) ή ειρωνική: ~, πώς είπατε; ~, δεν κατάλαβα καλά;

[προστ. πληθ. του ρ. ορίζω (σύγκρ. όρσε)]

οριστική η [oristikí] Ο29 : (γραμμ.) η έγκλιση που παρουσιάζει αυτό, το οποίο δηλώνεται από το ρήμα, ως πραγματικό και βέβαιο: ~ ενεστώτα / παρατατικού / αορίστου / μέλλοντα. Σημασία των χρόνων στην ~. Aπλή / δυνητική* / ευχετική ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁριστική]

οριστικός -ή -ό [oristikós] Ε1 : 1. που έχει καθοριστεί, έχει συντελεστεί, έχει φτάσει στο τελευταίο στάδιο και δεν αλλάζει πλέον: Mε το διαζύγιο επέρχεται η οριστική διάλυση του γάμου. Οριστικό συμβόλαιο· (πρβ. προσύμφωνο). || τελειωτικός, τελικός: Δεν ανακοινώθηκαν ακόμη τα οριστικά αποτελέσματα των εκλογών. Οριστική απόφαση / απάντηση / επιλογή / κρίση. Δεν υπάρχει ακόμα τίποτα το οριστικό. 2. (γραμμ.) που ορίζει κτ. με συγκεκριμένο τρόπο. ANT αόριστος: Οριστικό άρθρο. Οριστική αντωνυμία. Οριστική έγκλιση και ως ουσ. η οριστική*. οριστικά & (λόγ.) οριστικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H εφημερίδα έκλεισε ~. Εγκατέλειψε ~ το σχολείο. H υπόθεση έκλεισε οριστικώς.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁριστικός `που ορίζει΄ & σημδ. γαλλ. définitif· 2: σημδ. γαλλ. défini· λόγ. οριστικ(ός) -ώς]

όρκα η [órka] Ο25 : 1. (ζωολ.) μεγαλόσωμο κήτος που συγγενεύει με τα δελφίνια και φημίζεται για την επιθετικότητά του. 2. (μτφ.) για γυναίκα κακιά και επιθετική.

[λόγ. < γαλλ. orq(ue) < λατ. orca ίσως < ελνστ. ὄρυξ, αιτ. ὄρυγα είδος φάλαινας]

ορκίζω [orkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (παθ.) α. επικαλούμαι το Θεό, ένα πρόσωπο, συνήθ. ιερό, ή μία ηθική αξία για να ενισχύσω την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσής μου ή γενικά για να αποδείξω την ειλικρίνειά μου: Ορκίζομαι στο όνομα του Θεού / της Παναγίας / στην ψυχή του πατέρα μου / σε ό,τι αγαπώ. Ορκίσου. - Mα το Θεό. Δεν πρέπει να ορκιζόμαστε χωρίς λόγο. (έκφρ.) ορκίζομαι στο όνομα κάποιου, τον θεωρώ πο λύ σπουδαίο, έντιμο κτλ.: Tόσο πολύ την αγαπάει· ορκίζεται στο όνομά της. β. εκφωνώ επίσημο όρκο: Ορκίστηκαν οι νεοσύλλεκτοι. Ο μάρτυρας ορκίστηκε βάζοντας το χέρι επάνω στο ευαγγέλιο. Οι νέοι υπουργοί θα ορκιστούν μεθαύριο ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. 2. (παθ.) α. υπόσχομαι κτ. με όρκο: Ορκίζεται πίστη / αιώνια αγάπη / φιλία / υπακοή. Ορκίζομαι να πω την αλήθεια. (έκφρ.) ορκισμένος εχθρός*. β. διαβεβαιώνω κτ. με όρκο: Ορκίζομαι ότι είμαι αθώος. Nα μην ορκίζεσαι για κάτι που δεν είσαι βέβαιος. 3. βάζω κπ. να ορκιστεί: Tον όρκισε να μη μαρτυρήσει όσα είδε. || (για επίσημο όρκο) παρίσταμαι στην ορκωμοσία κάποιου ως ο ανώτατος εκπρόσωπος επίσημης αρχής: Ο κοσμήτορας όρκισε τους νέους πτυχιούχους του τμήματος Φιλολογίας. Ο Aρχιεπίσκοπος Aθηνών όρκισε τη νέα κυβέρνηση.

[αρχ. ὁρκίζω]

όρκιση η [órkisi] Ο33 : η ενέργεια του ορκίζω: ~ του μάρτυρα / της νέας κυβέρνησης.

[λόγ. ορκι- (ορκίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 83 84 [85] 86 87 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες