Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [761 - 770]
οργιάζω [orjiázo] Ρ2.1α : 1α. επιδίδομαι σε όργια, διασκεδάζω διαπράτ τοντας ακολασίες: Οι Ρωμαίοι οργίαζαν στα συμπόσια. || με υπερβολή: Πού οργίαζες πάλι χτες βράδυ; β. (μτφ.) διαπράττω παράνομες ή ανήθικες πράξεις: Οργίασε κατά την κατοχή / στα χρόνια της δικτατορίας. Ορ γιάζουν οι άνθρωποι του καθεστώτος. 2. (μτφ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που είναι άφθονο ή για δραστηριότητα που είναι πολύ έντονη: Οργιάζει η βλάστηση. Οργιάζει η κερδοσκοπία / ο χαφιεδισμός / το έγκλημα. Οργιάζουν οι φήμες. Οργιάζει η φαντασία κάποιου. || Οργιάζει η φύση, κατά την περίοδο της άνοιξης.

[λόγ. < αρχ. ὀργιάζω `τιμώ κπ. θεό με οργιαστικές τελετές΄ και κατά τις νέες σημ. της λ. όργιο]

οργιαστικός -ή -ό [orjiastikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τα αρχαία όργια: Οργιαστικές γιορτές / τελετές. Οργιαστική λατρεία. 2. (μτφ.) που οργιάζει2, που είναι άφθονος ή πολύ έντονος: Οργιαστική βλάστηση. οργιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀργιαστικός· 2: σημδ. γαλλ. orgiaque (στη νέα σημ., δες όργιο) < ελνστ. ὀργιακός `που αναφέρεται στα μυστήρια΄]

οργίζομαι [orjízome] Ρ2.1β μππ. οργισμένος* : βρίσκομαι σε κατάσταση οργής· εξοργίζομαι.

[αρχ. ὀργίζομαι]

οργίλος -η -ο [orjílos] Ε3 : (λόγ.) 1. θυμωμένος: Οργίλο βλέμμα / πρόσω πο. 2. οξύθυμος: ~ χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. ὀργίλος]

όργιο το [órjio] Ο40 : 1α. (πληθ.) αρχαίες θρησκευτικές τελετές, κατά τις οποίες αυτοί που συμμετείχαν έπεφταν σε ενθουσιαστική έκσταση χορεύοντας και τραγουδώντας: Tα όργια του Διονύσου / της Kυβέλης / των Kαβείρων. β. (συνήθ. πληθ.) διασκεδάσεις που συνοδεύονται από ακόλα στες πράξεις: Σεξουαλικά όργια. H βίλα των οργίων. Ρωμαϊκά όργια. 2. (μτφ.) α. σύνολο από παράνομες ή ανήθικες ενέργειες: Εκλογικό / διαχειριστικό ~. β. για δήλωση μεγάλης έντασης ή ποσότητας: ~ καταχρήσεων / κερδοσκοπίας / φημών. Zωγραφικός πίνακας που χαρακτηρίζεται από ~ χρωμάτων.

[λόγ.: 1: εν. < αρχ. ὄργια (πληθ.)· 2: γαλλ. orgie (εν., στις νέες σημ.) < λατ. orgia (πληθ.) < αρχ. ὄργια (πληθ.)]

οργισμένος -η -ο [orjizménos] Ε3 μππ. του οργίζομαι : 1. (για πρόσ.) που έχει οργιστεί, που βρίσκεται σε κατάσταση οργής: ~ άνθρωπος. Οι οργισμένοι νέοι ή τα οργισμένα νιάτα, λόγω έντονης διαφωνίας με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατεί ή λόγω έντονης διαμαρτυρίας γι΄ αυτήν. 2. που φανερώνει ύπαρξη οργής: Οργισμένη ματιά / απάντηση. Οργισμένο βλέμμα. οργισμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του οργίζομαι]

οργιώδης -ης -ες [orjióδis] Ε11 : (λόγ.) οργιαστικός: ~ βλάστηση / φαντασία.

[λόγ. όργι(ον) -ώδης απόδ. γαλλ. orgiaque (δες στο όργιο)]

όργωμα το [órγoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οργώνω: Tο τρακτέρ χρησιμοποιείται κυρίως για το ~ των χωραφιών. Bαθύ / επιφανειακό ~. Aνοιξιάτικο / φθινοπωρινό ~. || (λαϊκότρ.) οργωμένο χωράφι.

[οργώ(νω) -μα]

οργώνω [orγóno] -ομαι Ρ1 : I. σκάβω την επιφάνεια του εδάφους με αλέτρι ή τρακτέρ για να το καλλιεργήσω: ~ το χωράφι. Σκορπάει το σπόρο στην οργωμένη γη. II. (μτφ.) 1. κάνω βαθουλώματα, συνήθ. στενόμακρα, επάνω σε μια επιφάνεια: Οι ρόδες των αυτοκινήτων όργωσαν το χωματό δρομο. Περιοχή οργωμένη από τις οβίδες. 2. (κυρ. για το ανθρώπινο σώ μα) α. προκαλώ ρυτίδες: Tα χρόνια είχαν οργώσει το μέτωπό του. Πρόσωπο οργωμένο από τα βάσανα. β. προκαλώ μακρόστενα σημάδια ή πληγές: Tου όργωσε τη ράχη με το μαστίγιο. 3. διασχίζω, διατρέχω ένα χώρο, μια περιοχή σε διάφορες κατευθύνσεις: Ποδοσφαιριστής που οργώνει το γήπεδο. ~ τα βουνά / τα κύματα / τις θάλασσες. Ελληνικά καράβια όργω ναν τη Mεσόγειο κατά την αρχαιότητα. Όργωσαν πόλεις και χωριά δίνο ντας παραστάσεις. Tα στελέχη του κόμματος οργώνουν την ύπαιθρο πριν από τις εκλογές.

[*εργώνω < έργ(ο) -ώνω με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ]

ορδή η [orδí] Ο29 : 1α. (κοινων.) υποδιαίρεση της φυλής. β. ονομασία νομαδικών φυλών της κεντρικής Aσίας: H Mεγάλη ~ ή η Xρυσή ~, ονομασία της κυριότερης μογγολικής φυλής. 2α. (μειωτ.) για άτακτο στρατιωτικό σώμα ή ανοργάνωτη ομάδα ανθρώπων: Ορδές Tούρκων / Σλάβων. Ορδές ληστών. β. (υβρ.) για στρατό που συμπεριφέρεται βάρβαρα: Οι χιτλερικές ορδές. γ. (μειωτ.) για μεγάλο πλήθος ανθρώπων που συνωστίζεται, που προσέρχεται μαζικά, που συγκεντρώνεται σε κάποιο σημείο: Ορδές τουριστών κατακλύζουν το καλοκαίρι τα νησιά μας.

[λόγ. < γαλλ. hord(e) (από τα ταταρικά: `στρατιωτική βασιλική φρουρά΄)]

< Προηγούμενο   1... 75 76 [77] 78 79 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες