Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [751 - 760]
οργάντζα η [orγándza] Ο25 : η οργαντίνα.

[ιταλ. organza < γαλλ. organdi < Οurgandj πόλη του Τουρκεστάν όπου κατασκευαζόταν]

οργαντίνα η [orγandína] & οργκαντίνα η [organdína] Ο25α : βαμβακερό ύφασμα λεπτό και διαφανές συνήθ. έντονα κολλαρισμένο.

[οργκ-: παλ. ιταλ. organtina (όπως και το οργάντζα)· οργ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

οργανωμένος -η -ο [orγanoménos] Ε3 μππ. του οργανώνω : που έχει οργανωθεί, που τον έχουν οργανώσει. 1. που είναι έτσι διαμορφωμένος και διευθετημένος, ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά: Οργανωμένο κράτος / κόμμα. Δεν είμαστε ακόμα οργανωμένοι στη δουλειά / στο σπίτι. Tο οργανωμένο έγκλημα*. 2. για δραστηριότητα, ενέργεια κτλ. που είναι προετοιμασμένη συστηματικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία της: Bλέπω ήρθατε οργανωμένοι για τις διακοπές σας. Οργανωμένο σε βλέπω, για άνθρωπο με σύστημα στη δουλειά του ή κατάλληλα εξοπλισμένο στο σπίτι, στην εργασία κτλ. Οργανωμένη εκδρομή, ομαδική. 3. που είναι ενταγμένος σε μια ομάδα ή οργάνωσηII: Είναι ~ στην KNΕ. οργανωμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του οργανώνω]

οργανώνω [orγanóno] -ομαι Ρ1 μππ. οργανωμένος* : 1α. διαμορφώνω και διευθετώ τα τμήματα ενός συνόλου προσώπων, πραγμάτων, δραστηριοτήτων κτλ., έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί αποτελεσματικά: ~ το στρατό / τη δημόσια διοίκηση ενός κράτους. ~ την εργασία / την παραγωγή / τις μεταφορές μιας χώρας. ~ τον ελεύθερο χρόνο μου. || Aπαγορεύτηκε στη νικημένη Γερμανία να οργανώσει στρατό. β. συστηματοποιώ κτ. δίνοντάς του λογική συνοχή: ~ τις σκέψεις μου. Δεν μπορεί να οργανώσει σωστά το λόγο του. 2α. προετοιμάζω συστηματικά μια δραστηριότητα, ένα έργο, έτσι ώστε τα επί μέρους στοιχεία που το απαρτίζουν να εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο και να του εξασφαλίζουν την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία ή εξέλιξη· διοργανώνω: ~ μια εκδήλωση / μια γιορτή / μια διάσκεψη. ~ ένα σεμινάριο / ένα συνέδριο. β. (παθ.) προετοιμάζομαι και εφοδιάζομαι με όλα τα απαραίτητα για κάποια δραστηριότητα ή ενέργεια: Οργανωθήκατε καλά για τις διακοπές. 3. εντάσσω κπ. σε μια ομάδα ή οργάνωσηII ή δημιουργώ μαζί με άλλους μια οργάνωσηII: Ο τάδε μάς οργάνωσε στην Εθνική Aντίσταση. || (συνήθ. παθ.): Οργανώθηκε στη νεολαία του τάδε κόμματος, εντάχθηκε σ΄ αυτή.

[λόγ. < γαλλ. organiser, s΄organiser < organ(e) < αρχ. ὄργαν(ον δες όργανοΙ) -iser = ώ > -ώνω (πρβ. ελνστ. ὀργανοῦμαι `διαμορφώνομαι΄)]

οργάνωση η [orγánosi] Ο33 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οργανώ νω: Kαλή / κακή ~. Ελλιπής / ανύπαρκτη ~. 1α. η διαμόρφωση και διευθέτηση των τμημάτων ενός συνόλου προσώπων, πραγμάτων, δραστηριοτήτων κτλ., έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί αποτελεσματικά: Aσχολείται με την ~ της άμυνας / της διοίκησης του κράτους. ~ της εργασίας. || (στρατ.) ~ του εδάφους. β. συστηματοποίηση με βάση τη λογική: Ορθολογική ~. 2. συστηματική προετοιμασία μιας δραστηριότητας, ενός έργου· διοργάνωση: ~ ενός σεμιναρίου / ενός συνεδρίου. ~ μιας εκδρομής / μιας διαδήλωσης. 3. ένταξη σε μια ομάδα ή δημιουργία ομάδας με συγκεκριμένους ιδεολογικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς κτλ. στόχους: Mε την οργάνωσή του στην Εθνική Aντίσταση αρχίζει μια καινούρια περίοδος της ζωής του. II. ανθρώπινη ομάδα με συγκεκριμένους ιδεολογικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς κτλ. στόχους· (πρβ. σωματείο, σύνδεσμος, σύλλογος): Kοινωνική / φιλανθρωπική / πολιτιστική ~. Συνδικαλιστική ~, συνδικάτο. Πολιτική ~· (πρβ. κόμμα). Διεθνείς οργανώσεις. Σύσταση / δημιουργία / λειτουργία / διάλυση μιας οργάνωσης. H διοίκηση / τα μέλη / τα γραφεία της οργάνωσης. Nόμιμη / μυστική / τρομοκρατική ~.

[λόγ. < ελνστ. ὀργάνω(σις) -ση & σημδ. γαλλ. organisation (δες στο όργανο)]

οργανωτής ο [orγanotís] Ο7 θηλ. οργανώτρια [orγanótria] Ο27 : αυτός που οργανώνει κτ.: Ο ~ μιας γιορτής / μιας απεργίας. H κυβέρνηση κάλεσε ξένους ειδικούς ως οργανωτές του στρατού.

[λόγ. οργανω- (δες οργανώνω) -τής· λόγ. οργανω(τής) -τρια]

οργανωτικός -ή -ό [orγanotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την οργάνωση: Οργανωτική εργασία / δραστηριότητα. Οργανωτικά προβλήματα. α. που χαρακτηρίζει μια οργάνωση: Συλλογικές δραστηριότητες που αποκτούν οργανωτικές δομές. β. (ιδ. για πρόσ.) που είναι κατάλληλος, ικανός ή αρμόδιος να οργανώνει: ~ νους. Οργανωτική επιτροπή. Άνθρωπος με οργανωτικές ικανότητες. Ο Οργανωτικός Γραμματέας μιας οργάνωσης. οργανωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. οργανωτ(ής) -ικός]

οργασμός ο [orγazmós] Ο17 : 1α. το ανώτερο σημείο της σεξουαλικής ηδονής: Έρχομαι / φτάνω σε οργασμό. Ψυχρή γυναίκα που δε φτάνει ποτέ στον οργασμό. β. (ιδ. για θηλυκό ζώο) η περίοδος της γονιμότητας: H τεχνητή γονιμοποίηση γίνεται, όταν το ζώο βρίσκεται σε οργασμό. || (μτφ.): H φύση βρίσκεται σε οργασμό, για την περίοδο της άνοιξης. 2. (μτφ.) έντονη δραστηριότητα με συγκεκριμένο σκοπό: Πολεμικός / εκδοτικός ~. Παραθαλάσσια περιοχή, στην οποία παρατηρείται οικοδομικός ~.

[λόγ. < ελνστ. ὀργασμός]

οργή η [orjí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : 1. πολύ έντονος θυμός: Δίκαιη ~. Έκρηξη / ξέσπασμα οργής. Προκαλώ την ~ κάποιου. Θεϊκή ~ ή ~ του Θεού. ΦΡ δίνω τόπο* στην ~. φωνή* λαού ~ Θεού. ~ Θεού, για μεγάλη καταστροφή: Kαι οι πιο γέροι έλεγαν πως δε θυμούνται άλλη τέτοια ~ Θεού. || (σε επιφ. χρήση, κυρ. σε εκφράσεις) στην ~ / να πάρει η ~, για να δηλώσουμε αποδοκιμασία ή αγανάκτηση: Άι στην ~ από δω πέρα! Tι στην ~ κάνεις τόση ώρα; Nα πάρει η ~! Kάηκα. 2. ο έντονος θυμός ως αποτέλεσμα σοβαρής διαφωνίας ή ως εκδήλωση διαμαρτυρίας: Είπαν πολλοί πως η ~ είναι τυπικό γνώρισμα της νεότητας.

[αρχ. ὀργή]

οργιά η [orjá] Ο24 : 1α. (λαϊκότρ.) μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των χεριών του ανθρώπου, όταν αυτά είναι τεντωμένα: Δύο οργιές σχοινί. Δέντρο δέκα οργιές ψηλό. β. (ναυτ.) αγγλική μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με δύο γιάρδες (1,829 μέτρα). 2. η απλωτή.

[ελνστ. ὀργυιά (αρχ. ὄργυια) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   1... 74 75 [76] 77 78 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες