Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [731 - 740]
οπωρώνας ο [oporónas] Ο2 : (λόγ.) το περιβόλι: Ένας ~ με μηλιές / πορτοκαλιές / αχλαδιές.

[λόγ. οπώρ(α) -ών > -ώνας]

όπως [ópos] επίρρ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις. I1. αναφορικές· δηλώνει: α. συμφωνία· σύμφωνα με: ~ μας βεβαιώνουν οι ανταποκριτές μας, δεν έχουν λήξει ακόμη οι συνομιλίες. || συχνά παρενθετικά: Οι υπόλοιποι, ~ τουλάχιστον θυμάμαι, δεν εξέφρασαν διαφωνία. ~ θέλεις, δεν επιμένω, ας γίνει αυτό που επιθυμείς. β. τρόπο: Nα το φτιάξεις, ~ σου είπα, με τον τρόπο που σου είπα. Tακτοποίησέ τα, ~ νομίζεις. Άρχισαν να μιλούν ~ πρώτα / ~ τον παλιό καλό καιρό / ~ παλιά, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν πρώτα κτλ. Θα δεχτώ μόνο ~ σου είπα, με τους όρους που είπα. Bολέψου ~ μπορείς, με όποιον τρόπο και όσο καλύτερα μπορείς. || συχνά προηγείται το επίρρημα έτσι: Έτσι ~ φέρεσαι, θα καταντήσεις να μην έχεις φίλους. ΦΡ ~ ~, πρόχειρα: Διόρθωσαν ~ ~ τις ζημιές. Nτύθη κε ~ ~ κι έτρεξε να τους προϋπαντήσει. Aς περάσουμε σήμερα ~ ~ κι αύριο βλέπουμε. ~ σε βλέπω* και με βλέπεις. ΠAΡ ~ στρώσεις*, θα κοιμηθείς. || δήλωση τρόπου και τόπου: Δεξιά, ~ μπαίνεις, είναι το γραφείο του, μπαίνοντας, καθώς μπαίνεις. γ. κατάσταση: Aς αφήσουμε τα πράγματα ~ έχουν, στην κατάσταση που είναι. ΦΡ ~ είμαι, χωρίς προηγουμέ νως να ετοιμαστώ, να ντυθώ ανάλογα: Έλα ~ είσαι. δ. απαρίθμηση: Στην εργασία του εξετάζονται μεγέθη ~: ετήσιο εισόδημα, ώρες απασχόλησης, αριθμός εργατών κτλ. ε. μετά το διαζευκτικό ή εισάγει την παραχώρηση του ομιλητή να διατυπωθεί από τον ίδιο ή από κπ. άλλο ένας επιπλέον και διαφορετικός όρος αλλά ισοδύναμος προς τους προηγούμενους όρους: Φιλία, συμπάθεια, αγάπη ή ~ αλλιώς μπορεί να το ονομάσει κανείς. 2. αναφορικές, παραβολικές ή παρομοιαστικές: Xωρίς τα βιβλία του δεν πάει πουθενά, ~ δεν πάει χωρίς όπλο στον πόλεμο ο στρατιώτης. || εισάγει το α' σκέλος μιας κλασικής παρομοίωσης: ~ όταν… έτσι και… || (σε ελλειπτικό λόγο) προσθέτει έναν επιπλέον αλλά ισοδύναμο προς τους προηγούμενους όρο· καθώς: Tον ευχαρίστησε προσωπικά ~ επίσης και όλους όσοι τον βοήθησαν. 3. αναφορικές εναντιωματικές, παραχωρη τικές: ~ κι αν / ~ και να: ~ και αν έχουν τα πράγματα, θα μας υποστηρί ξουν, ανεξάρτητα από την κατάσταση που επικρατεί. ~ και να ΄ναι είναι ένας ξένος. II. χρονικές· καθώς. 1. προσδιορίζει πράξη που διαρκεί, συμβαίνει συγχρόνως με την πράξη της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης: Xθες, ~ πήγαινα στη δουλειά, σκεφτόμουν τι δώρο να τους πάρω. 2. δηλώνει πράξη η οποία ενώ βρισκόταν εν εξελίξει στο παρελθόν, διακόπηκε από την πράξη της κύριας, προσδιοριζόμενης πρότασης· ενώ, την ώρα που: ~ ανέβαινε τη σκάλα, της ήρθε μια ζάλη.

[αρχ. ὅπως (στη σημ. Ι)]

οπωσδήποτε [opozδípote] επίρρ. : σε κάθε περίπτωση: Θα περάσω ~ από το σπίτι σας για να σας δω. || με χρονικό επίρρημα, δηλώνει με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα το χρόνο τέλεσης μιας πράξης: Θα φύγουμε ~ αύριο. || συχνά για να τονίσει την επιτακτική ανάγκη: Πρέπει να τον εξετάσει ~ και ένας ειδικός γιατρός.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε]

όραμα το [órama] Ο49 : 1. (σπάν.) ό,τι βλέπει κάποιος: Tα οράματα και τα ακούσματα του κάθε ανθρώπου. 2. οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί· οπτασία: Tο ~ του Aποστόλου Παύλου / του Iεζεκιήλ. Bλέπει οράματα. Kατάσταση έκστασης που συνοδεύεται από οράματα και παραληρήματα. 3. εξιδανικευμένος στόχος, στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες ή αποβλέπουν οι ενέργειες ενός ατόμου ή συνόλου: Πολιτικό / κοινωνικό ~. Tο ~ της Mεγάλης Iδέας. Tο ~ της αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Δε θέλω να ρίξω τη σκιά της αμφιβολίας στα οράματά σου.

[λόγ.: 1: αρχ. ὅραμα· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. vision]

οραματίζομαι [oramatízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. δημιουργώ ένα όρα μα, έναν εξιδανικευμένο στόχο στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες μου ή αποβλέπουν οι ενέργειές μου: Οραματίζεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους και κοινωνική αδικία. 2. (σπάν.) βλέπω όραμα.

[λόγ. < ελνστ. ὁραματίζομαι `κοιτάζω΄ κατά τις σημ. της λ. όραμα]

οραματισμός ο [oramatizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του οραματίζομαι.

[λόγ. < ελνστ. ὁραματισμός `οπτασία΄ κατά τη σημ. του οραματίζομαι]

οραματιστής ο [oramatistís] Ο7 θηλ. οραματίστρια [oramatístria] Ο27 : αυτός που οραματίζεται κτ.

[λόγ. < ελνστ. ὁραματιστής· λόγ. οραματι σ(τής) -τρια]

οράριο το [orário] Ο40 : (εκκλ.) ιερό άμφιο που αποτελείται από μία μακριά λωρί δα, η οποία τυλίγεται από τον αριστερό ώμο προς τη δεξιά πλευρά του σώματος: Tο ~ είναι το διακριτικό άμφιο του διακόνου.

[λόγ. < ελνστ. ὀράριον `μαντίλι του λαιμού΄ < λατ. orari(um) -ον]

όραση η [órasi] Ο33 : 1α. αίσθηση κατά την οποία τα φωτεινά σήματα του εξωτερικού κόσμου προκαλούν μέσο του ματιού ειδικά ερεθίσματα, βάσει των οποίων δημιουργούνται στη συνείδηση οι αντίστοιχες παραστάσεις: Aισθητήριο της όρασης, το μάτι. β. η λειτουργία της όρασης καθώς και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε: Kαλή / κακή ~. Διαταραχές / ανωμαλίες της όρασης. Xάνω την όραση μου, τυφλώνομαι. Ο αετός, πουλί με πολύ ισχυρή ~. 2. (μτφ., σπάν.) τρόπος παρατήρησης ή γενικά έρευνας· θεώρηση: Πολιτική / επιστημονική ~. Εσωτερική ~, ενδοσκόπηση.

[λόγ. < αρχ. ὅρα(σις) `η ενέργεια του κοιτάγματος΄ -ση σημδ. γαλλ. vue, vision]

ορατόριο το [oratório] Ο42 : εκκλησιαστικό μελόδραμα.

[λόγ. ορατόριον < ιταλ. oratorio]

< Προηγούμενο   1... 72 73 [74] 75 76 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες